Κορνουάλη 1820.
Η 23χρονη Μαίρη Γέλαν φτάνει σε έναν έρημο βαλτότοπο κοντά στις ακτές, με σκοπό να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας της: να πάει να ζήσει μαζί με τη θεία και τον σύζυγό της, τον βίαιο και μέθυσο ιδιοκτήτη της ταβέρνας της Τζαμάικας, Τζος Μέρλιν. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι η ταβέρνα είναι άντρο παρανομίας και πως το σκοτάδι που απλώνεται από νωρίς στους αφιλόξενους βαλτότοπους έχει εισχωρήσει βαθιά όχι μόνο στους ετοιμόρροπους τοίχους της ταβέρνας, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.
Η 23χρονη Μαίρη Γέλαν φτάνει σε έναν έρημο βαλτότοπο κοντά στις ακτές, με σκοπό να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας της: να πάει να ζήσει μαζί με τη θεία και τον σύζυγό της, τον βίαιο και μέθυσο ιδιοκτήτη της ταβέρνας της Τζαμάικας, Τζος Μέρλιν. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι η ταβέρνα είναι άντρο παρανομίας και πως το σκοτάδι που απλώνεται από νωρίς στους αφιλόξενους βαλτότοπους έχει εισχωρήσει βαθιά όχι μόνο στους ετοιμόρροπους τοίχους της ταβέρνας, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.
Η Μαίρη από τη στιγμή που πατά το πόδι της στο νέο της σπιτικό καλείται να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, την ειλικρίνεια από την υποκρισία, και βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλούς κινδύνους αλλά και με έναν έρωτα που πηγαίνει ενάντια στη λογική και την ηθική της. Το μόνο όπλο που διαθέτει απέναντι σε όλες τις προκλήσεις της νέας της ζωής, είναι το ατσαλένιο θάρρος και ο δυναμισμός της.
Η άποψή μου:
(γράφει η Ανδρομάχη Κοκόση)
Όταν ακούς για μια «Ταβέρνα στην Τζαμάικα» τι σου έρχεται στο νου; Σίγουρα κάποιο εξωτικό παραθαλάσσιο μέρος, κάπου ξένοιαστα, όπου κυριαρχούν γέλια, μουσικές, τραγούδια και χοροί, έτσι δεν είναι; Χα! Όχι στον κόσμο της Δάφνης ντε Μωριέ!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: είμαστε στη Δυτική Κορνουάλη, γύρω στο 1820. Η ηρωίδα μας, η Μαίρη Γέλαν, αναγκάζεται να μείνει με τη θεία της, την Πάσιενς και τον θείο της τον Τζος Μέρλιν. Λίγο η υπόσχεση που δίνει στη μητέρα της, λίγο το ότι δεν έχει άλλη επιλογή, καθώς δεν υπάρχει άλλος συγγενής εν ζωή, εγκαταλείπει τη φτωχική τους φάρμα και ταξιδεύει στην ερημιά.
Κι όταν λέμε ερημιά, το εννοούμε! Η «Ταβέρνα της Τζαμάικας» που διατηρεί ο θείος της, βρίσκεται πραγματικά στο πουθενά, σε κάποιο βαλτότοπο! Καθόλου ειδυλλιακά, θα έλεγα. Όπως άλλωστε και η ιστορία, που κάπως έτσι αρχίζει.
Η ταβέρνα καμία σχέση με ταβέρνα δεν έχει. Δεν είναι το μέρος που μπορεί να πάει μια οικογένεια να φάνε ένα πιάτο ζεστό φαί, να κάτσουν, να ξεκουραστούν. Μόνο συγκεκριμένοι άντρες πηγαίνουν κι αυτοί, αργά το βράδυ. Το πανδοχείο μόνο πανδοχείο δεν είναι, με τη σκόνη να υπερκαλύπτει τους τοίχους και τα παραμελημένα δωμάτια να πνίγονται στη μούχλα και την υγρασία. Ο Τζος Μέρλιν άλλωστε, δεν βλέπει με καλό μάτι τους ξένους. Κι αν κρατάει αυτήν την ταβέρνα, την κρατά ως βιτρίνα για άλλες δραστηριότητες, πολύ πιο σκοτεινές.
Αλλά μια που ήρθε η κουβέντα στον Τζος, ας πούμε δυο λόγια παραπάνω. Πολλές φορές έχουμε πει «αυτός είναι πολύ κακός άνθρωπος», αλλά είμαι σίγουρη πως κανείς μας δεν είχε συναντήσει τον Τζος Μέρλιν! Η θρασύτητα, η αγριάδα, η αγένεια, ο εκφοβισμός, η χυδαιότητα είναι λίγα από τα γνωρίσματά του. Έχει μάθει να γίνεται το δικό του, με τον οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και με φόνο. Ψιλά γράμματα για τον ίδιο και την ομάδα του! Για όλα τα δεινά που τον βρίσκουν, θεωρεί υπεύθυνο το πιοτό. Αυτό φταίει για την απληστία του, την κακία του, τη λατρεία του να εξευτελίζει τους πάντες.
Η θεία της από την άλλη μεριά, η Πάσιενς, (καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος) δεν έχει καμία σχέση με τη χαμογελαστή θεία, που ήξερε η Μαίρη. Ζώντας τόσα χρόνια με τον Τζος έχει μεταμορφωθεί σε ένα νευρικό, άβουλο, φοβισμένο πλάσμα, με όλα τα τυπικά γνωρίσματα μιας κακοποιημένης γυναίκας. Μια γυναίκα όμως που επιμένει να λέει -στον εαυτό της και στους άλλους- πως είναι ευτυχισμένη, πως όλοι σέβονται τον άντρα της, πως είναι αγαπητός. Τον υπηρετεί σιωπηλά, χαμογελά νευρικά και προσπαθεί να μη μπερδεύεται στα πόδια του. Προτιμά τα βράδια να μένει στο δωμάτιό της με κλειστά μάτια και αυτιά, ώστε να μην ακούσει τίποτα, να μη δει τίποτα, να μην ξέρει τίποτα!
Η Μαίρη, τιμώντας την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της, θα την πάρει υπό την προστασία της. Θα προσπαθήσει να την ξυπνήσει και όταν θα αποτύχει, θα σκύψει το κεφάλι και θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή. Μα η αλήθεια που θα εμφανιστεί, θα τη συγκλονίσει. Δεν υπάρχει σωτηρία. Ή μήπως υπάρχει; Κι αν όντως υπάρχει, ποιος μπορεί να τη βοηθήσει; Τι ρόλο θα παίξουν ο εφημέριος, ο πραματευτής, ο τοπικός γαιοκτήμονας και εκπρόσωπος του νόμου, ο αδερφός του θείου της, ο Τζεμ; Μπορεί να εμπιστευτεί κάποιον; Και όταν σκιρτήσει ο έρωτας μέσα της; Θα υποκύψει; Θα το ζήσει; Θα πάει ενάντια στις ηθικές αξίες της εποχής;
Μιλάμε για ένα αριστουργηματικά πλασμένο, ψυχολογικό θρίλερ, που η αγωνία, η ένταση, οι εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων, το Κακό σε όλο του το μεγαλείο και τις μορφές, δεσπόζουν από την αρχή ως το τέλος. Οι περιγραφές της συγγραφέως του περιβάλλοντος, των καταστάσεων, των συναισθημάτων είναι δοσμένες με τέτοιο ρεαλιστικό τρόπο, που πραγματικά καθηλώνουν! Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου και προσωπικά θεωρώ πως ο σεβασμός της για το αρχικό κείμενο είναι έκδηλος σε κάθε λέξη!
Και μερικές ακόμα πληροφορίες, γιατί εδώ στα «Βιβλιοσημεία» έχουμε συντάκτες-μαμούνια! Όταν διάβασα για πρώτη φορά τον τίτλο, κάτι μου θύμισε. Και δεν είχα άδικο! Το βιβλίο μεταφέρθηκε στο πανί το 1939 από τον μετρ του είδους, Άλφρεντ Χίτσκοκ με πρωταγωνιστές τους: Μορίν Ο'Χάρα, Τσαρλς Λότον, Ρόμπερτ Νιούτον. Μια υπέροχη ταινία, με έναν εκπληκτικό Τσάρλς Λότον, που είχα δει κάποιο καλοκαίρι!
Α, και να μην ξεχάσω βέβαια να πω για την εξαιρετική σειρά του BBC, που γυρίστηκε το 2014 -βασισμένη στο εν λόγω βιβλίο- και απολαύσαμε το 2018 από την ΕΡΤ-1.
(γράφει η Ανδρομάχη Κοκόση)
Όταν ακούς για μια «Ταβέρνα στην Τζαμάικα» τι σου έρχεται στο νου; Σίγουρα κάποιο εξωτικό παραθαλάσσιο μέρος, κάπου ξένοιαστα, όπου κυριαρχούν γέλια, μουσικές, τραγούδια και χοροί, έτσι δεν είναι; Χα! Όχι στον κόσμο της Δάφνης ντε Μωριέ!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: είμαστε στη Δυτική Κορνουάλη, γύρω στο 1820. Η ηρωίδα μας, η Μαίρη Γέλαν, αναγκάζεται να μείνει με τη θεία της, την Πάσιενς και τον θείο της τον Τζος Μέρλιν. Λίγο η υπόσχεση που δίνει στη μητέρα της, λίγο το ότι δεν έχει άλλη επιλογή, καθώς δεν υπάρχει άλλος συγγενής εν ζωή, εγκαταλείπει τη φτωχική τους φάρμα και ταξιδεύει στην ερημιά.
Κι όταν λέμε ερημιά, το εννοούμε! Η «Ταβέρνα της Τζαμάικας» που διατηρεί ο θείος της, βρίσκεται πραγματικά στο πουθενά, σε κάποιο βαλτότοπο! Καθόλου ειδυλλιακά, θα έλεγα. Όπως άλλωστε και η ιστορία, που κάπως έτσι αρχίζει.
Η ταβέρνα καμία σχέση με ταβέρνα δεν έχει. Δεν είναι το μέρος που μπορεί να πάει μια οικογένεια να φάνε ένα πιάτο ζεστό φαί, να κάτσουν, να ξεκουραστούν. Μόνο συγκεκριμένοι άντρες πηγαίνουν κι αυτοί, αργά το βράδυ. Το πανδοχείο μόνο πανδοχείο δεν είναι, με τη σκόνη να υπερκαλύπτει τους τοίχους και τα παραμελημένα δωμάτια να πνίγονται στη μούχλα και την υγρασία. Ο Τζος Μέρλιν άλλωστε, δεν βλέπει με καλό μάτι τους ξένους. Κι αν κρατάει αυτήν την ταβέρνα, την κρατά ως βιτρίνα για άλλες δραστηριότητες, πολύ πιο σκοτεινές.
Αλλά μια που ήρθε η κουβέντα στον Τζος, ας πούμε δυο λόγια παραπάνω. Πολλές φορές έχουμε πει «αυτός είναι πολύ κακός άνθρωπος», αλλά είμαι σίγουρη πως κανείς μας δεν είχε συναντήσει τον Τζος Μέρλιν! Η θρασύτητα, η αγριάδα, η αγένεια, ο εκφοβισμός, η χυδαιότητα είναι λίγα από τα γνωρίσματά του. Έχει μάθει να γίνεται το δικό του, με τον οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και με φόνο. Ψιλά γράμματα για τον ίδιο και την ομάδα του! Για όλα τα δεινά που τον βρίσκουν, θεωρεί υπεύθυνο το πιοτό. Αυτό φταίει για την απληστία του, την κακία του, τη λατρεία του να εξευτελίζει τους πάντες.
Η θεία της από την άλλη μεριά, η Πάσιενς, (καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος) δεν έχει καμία σχέση με τη χαμογελαστή θεία, που ήξερε η Μαίρη. Ζώντας τόσα χρόνια με τον Τζος έχει μεταμορφωθεί σε ένα νευρικό, άβουλο, φοβισμένο πλάσμα, με όλα τα τυπικά γνωρίσματα μιας κακοποιημένης γυναίκας. Μια γυναίκα όμως που επιμένει να λέει -στον εαυτό της και στους άλλους- πως είναι ευτυχισμένη, πως όλοι σέβονται τον άντρα της, πως είναι αγαπητός. Τον υπηρετεί σιωπηλά, χαμογελά νευρικά και προσπαθεί να μη μπερδεύεται στα πόδια του. Προτιμά τα βράδια να μένει στο δωμάτιό της με κλειστά μάτια και αυτιά, ώστε να μην ακούσει τίποτα, να μη δει τίποτα, να μην ξέρει τίποτα!
Η Μαίρη, τιμώντας την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της, θα την πάρει υπό την προστασία της. Θα προσπαθήσει να την ξυπνήσει και όταν θα αποτύχει, θα σκύψει το κεφάλι και θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή. Μα η αλήθεια που θα εμφανιστεί, θα τη συγκλονίσει. Δεν υπάρχει σωτηρία. Ή μήπως υπάρχει; Κι αν όντως υπάρχει, ποιος μπορεί να τη βοηθήσει; Τι ρόλο θα παίξουν ο εφημέριος, ο πραματευτής, ο τοπικός γαιοκτήμονας και εκπρόσωπος του νόμου, ο αδερφός του θείου της, ο Τζεμ; Μπορεί να εμπιστευτεί κάποιον; Και όταν σκιρτήσει ο έρωτας μέσα της; Θα υποκύψει; Θα το ζήσει; Θα πάει ενάντια στις ηθικές αξίες της εποχής;
Μιλάμε για ένα αριστουργηματικά πλασμένο, ψυχολογικό θρίλερ, που η αγωνία, η ένταση, οι εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων, το Κακό σε όλο του το μεγαλείο και τις μορφές, δεσπόζουν από την αρχή ως το τέλος. Οι περιγραφές της συγγραφέως του περιβάλλοντος, των καταστάσεων, των συναισθημάτων είναι δοσμένες με τέτοιο ρεαλιστικό τρόπο, που πραγματικά καθηλώνουν! Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου και προσωπικά θεωρώ πως ο σεβασμός της για το αρχικό κείμενο είναι έκδηλος σε κάθε λέξη!
Και μερικές ακόμα πληροφορίες, γιατί εδώ στα «Βιβλιοσημεία» έχουμε συντάκτες-μαμούνια! Όταν διάβασα για πρώτη φορά τον τίτλο, κάτι μου θύμισε. Και δεν είχα άδικο! Το βιβλίο μεταφέρθηκε στο πανί το 1939 από τον μετρ του είδους, Άλφρεντ Χίτσκοκ με πρωταγωνιστές τους: Μορίν Ο'Χάρα, Τσαρλς Λότον, Ρόμπερτ Νιούτον. Μια υπέροχη ταινία, με έναν εκπληκτικό Τσάρλς Λότον, που είχα δει κάποιο καλοκαίρι!
Α, και να μην ξεχάσω βέβαια να πω για την εξαιρετική σειρά του BBC, που γυρίστηκε το 2014 -βασισμένη στο εν λόγω βιβλίο- και απολαύσαμε το 2018 από την ΕΡΤ-1.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Σειρά: Ξένη κλασική λογοτεχνία
Συγγραφέας: Daphne du Maurier
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Σελίδες: 352
Διαστάσεις: 14,5Χ20,5
Ημερ. έκδοσης: Ιανουάριος 2017
ISBN: 978-960-569-555-2
ISBN: 978-960-569-555-2