Με αφορμή το βιβλίο «Καταραμένες πολιτείες», ο Πέτρος Χατζησωτηρίου ρώτησε τη συγγραφέα Έλενα Χουσνή... Οι φωτογραφίες, που απεικονίζουν τη συγγραφέα, ανήκουν στην Ελεάννα Κωνσταντάκη.
Κάντε κλικ στην άποψη του Πέτρου για τα βιβλία «Καταραμένες πολιτείες», «Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα», και τη συλλογή «Σκοτεινές υποθέσεις», στο οποίο η Έλενα Χουσνή συμμετέχει με διήγημά της.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Το τελευταίο σας βιβλίο τιτλοφορείται «Καταραμένες πολιτείες». Ιντριγκαδόρικος τίτλος, πράγματι. Τι καταραμένο μπορεί να υπαινίσσεται;
Ε.Χ.: Το "Καταραμένες" στην προκειμένη περίπτωση μάλλον χρησιμοποιείται σε πολλά εισαγωγικά. Τα Λεπροκομεία, όπως και αυτό της Σάμου, που αποτέλεσε την αφορμή για το βιβλίο, ήταν μικρές, εξαιρετικά αλληλέγγυες κοινωνίες. Κοινότητες απόκληρων που έφτιαξαν μικρούς θύλακες ανθρωπιάς, πραγματικά συγκινητικούς. Καταραμένες Πολιτείες ονομάζονταν στον Μεσαίωνα τα κατ'όνομα μόνο νοσηλευτήρια -και λέω κατ'όνομα γιατί δεν είχαν καμιά σχέση με την παροχή ιατρικών υπηρεσιών- στα οποία απομόνωναν τους λεπρούς και άλλους με ανίατες ασθένειες. Όμως, στο βιβλίο "Καταραμένες Πολιτείες" είναι όχι οι έγκλειστοι, αλλά όσοι τόσο σκληρά και απάνθρωπα καταδικάζουν το διαφορετικό, τον άνθρωπο που είναι σε ανάγκη. Τον καταδικάζουν σε ψυχολογικό μαρασμό. Στη βίαιη αποκοπή του από την κοινωνία, στην οριστική απομόνωσή του.
2. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με ένα τόσο ευαίσθητο θέμα; Μπορούμε να διαγνώσουμε ένα προσωπικό στοίχημα;
Ε.Χ.: Έχετε δίκιο, ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Με την έννοια της τεράστιας ευθύνης να αφηγηθώ μια τραγική ιστορία για ανθρώπους που δεν δικαιώθηκαν ποτέ. Που η καθημαγμένη ζωή τους δεν ολοκληρώθηκε τουλάχιστον με ένα "μνημόσυνο" δικαιοσύνης. Ούτε καν μια ένδειξη συμπάθειας. Ξεχασμένοι εν ζωή, ξεχασμένοι ολότελα και στον θάνατο. Ξεκίνησε ως μια έρευνα με φίλους να καταγράψουμε ιστορίες των ανθρώπων που είχαν ζήσει στο Λεπροκομείο, όταν λειτουργούσε. Όμως, το υλικό που προέκυψε από τις αφηγήσεις ήταν τόσο συγκλονιστικό που τελικά δημιούργησε την ανάγκη η ιστορία αυτή να ειπωθεί. Όχι βασισμένη στις αφηγήσεις αλλά στα "απόνερά" τους...
3. Τέτοια βιβλία απαιτούν μεγάλη έρευνα και στιβαρή τεκμηρίωση. Ήταν εύκολο αυτό το κομμάτι;
Ε.Χ.: Όχι δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά ήταν πραγματικά συγκλονιστικό. Η έρευνα ήταν πολυεπίπεδη γιατί έπρεπε να διερευνηθούν όλες οι πτυχές της ασθένειας. Ιατρικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτικές. Επίσης προσπάθησα να ανιχνεύσω τον τρόπο με τον οποίο η λέπρα καταγράφηκε στη μουσική, τον κινηματογράφο, τα θρησκευτικά κείμενα. Ένα άλλο κομμάτι ήταν η έρευνα στον τοπικό Τύπο, που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, γιατί έβλεπες το πώς η κοινωνία σε κάθε εποχή αντιμετώπιζε το ζήτημα της λέπρας. Από την αρχή, που απομόνωνε τους ασθενείς στις παρυφές των χωριών μέχρι την πιο θεσμοθετημένη αντιμετώπιση της ασθένειας με τη λειτουργία των λεπροκομείων και τελικά με την ανακάλυψη του φαρμάκου και την πλήρη αποθεραπεία τους. Η έρευνα ήταν δύσκολη αλλά προοδευτικά επικέντρωσα στα σημεία, που ήταν πιο κρίσιμα για την ιστορία που είχε αρχίσει, στο μεταξύ, να γεννιέται.
4. Τα ονόματα σίγουρα είναι αλλαγμένα, αλλά οι ήρωες κι οι ιστορίες τους στις «Καταραμένες πολιτείες» είναι αληθινά ή εντελώς φανταστικά; Τελικά πόση μυθοπλασία χωράει μέσα σε ένα βιβλίο που θίγει θέματα κοινωνικά, πολιτικά ή ιστορικά;
Ε.Χ.: Όχι, η ιστορία είναι εντελώς φανταστική. Παρ'ότι υπήρξαν ιστορίες συγκλονιστικές που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω, αισθάνθηκα ότι θα ήταν ένα είδος ασέβειας να το κάνω. Δεν ξέρω γιατί. Ένιωσα ότι τελικά το μείζον ήταν να προσπαθήσω να αναδείξω την σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν αυτοί οι ασθενείς, αυτοί οι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Κλεισμένοι σε ένα κτίριο να μετρούν πληγές. Κανείς δεν τους απαγόρευε την έξοδο, όμως όλοι τους τη στερούσαν. Πώς να αναμετρηθούν με τον κόσμο όταν κουβαλούσαν τόσο πόνο, παραμόρφωση, τόσες πληγές; Τα ονόματα είναι ονόματα από την Σάμο. Η πρωταγωνίστρια, η Ευτυχία Γιοβάνη, είναι υπαρκτό πρόσωπο, ένας από τους φίλους που συμμετείχαν στην έρευνα και που έχει ασχοληθεί με το θέμα του Λεπροκομείου. Η μυθοπλασία, η λογοτεχνία γενικότερα, δεν έχει αυτοσκοπό να αναδεικνύει τα μείζονα πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα και βέβαια ο ρόλος της δεν είναι να δίνει λύσεις. Αλλά κάθε προσωπική ιστορία, όταν συνδέεται με μια σειρά τέτοιων παραγόντων, αυτομάτως γίνεται πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε σε κάθε εποχή τον διαφορετικό, τον ευπαθή όπως λέμε σήμερα, αυτόν που έχει ανάγκη είναι ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό και ναι, και προσωπικό.
5. Τόσο «Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα» όσο και «Τα άδυτα των δυτών» και η «Χρυσή εκδίκηση» που προηγήθηκαν, έλαβαν όλα καλές κριτικές ωστόσο δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν κάτω από μία τυπική κατηγορία. Θα μπορούσε να ήταν σκοπούμενο αυτό ή απλά προέκυψε;
Ε.Χ.: Όχι δεν υπάρχει κάποια στόχευση. Με την ευρύτερη έννοια εντάσσονται, νομίζω, στην αστυνομική λογοτεχνία, έχοντας τα τυπικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Ένας τουλάχιστον φόνος, μια διαδικασία για την αποκάλυψη του ενόχου, ενδείξεις, αντενδείξεις κτλ. Όμως, για να είμαι ειλικρινής πέραν της κατηγοριοποίησης, αυτό που έχει σημασία για μένα είναι να μιλάμε για ένα καλό βιβλίο. Ένα βιβλίο δεμένο, με ενδιαφέροντες ήρωες, με μια σφιχτή ιστορία. Η κατηγοριοποίηση λίγη σημασία έχει τελικά.
6. Πρόσφατα το αστυνομικό ρεπορτάζ έφερε στη δημοσιότητα ένα θέμα που περιγράφεται με εντυπωσιακή πιστότητα στο βιβλίο σας «Χρυσή εκδίκηση». Με αφορμή αυτό το γεγονός, επιτρέψτε μου την ερώτηση: η λογοτεχνία αντιγράφει ή μαντεύει -αν θέλετε τη ζωή- ή η ζωή πάντα θα καταφέρνει να μας εκπλήσσει;
Ε.Χ.: Νομίζω και τα δύο. Μου είπαν πολλοί ότι η «Χρυσή εκδίκηση», που ασχολήθηκε με το θέμα των ενεχυροδανειστηρίων ήταν προφητική. Το ίδιο και τα «Άδυτα των δυτών» που είχε ως θέμα τα πετρέλαια. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Η πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη και ορατή. Τα ενεχυροδανειστήρια έχουν ξεφυτρώσει εδώ και χρόνια. Οι συνθήκες που τα δημιούργησαν, αυτές της κρίσης, δεν έχουν αρθεί. Το ρεπορτάζ απλά επιβεβαίωσε μια υπαρκτή πραγματικότητα. Δυστυχώς, η καθημερινότητα στις μέρες μας, μπορεί μεν να δίνει άφθονο υλικό για ένα συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά συχνά ξεπερνά και την πιο νοσηρή φαντασία και αυτό είναι αποκαρδιωτικό.
7. Οι νέες τεχνολογίες έχουν δώσει δυνατότητες που μέχρι πρόσφατα αγνοούσαμε ή απλά υποτιμούσαμε. Εσείς έχετε περιλάβει αυτό το εργαλείο επικοινωνίας στην επαφή με τους αναγνώστες σας ή προτιμάτε τις παραδοσιακές μεθόδους, πέρα βέβαια από τα ίδια τα βιβλία σας, που εξ'ορισμού έχουν αυτό το ρόλο;
Ε.Χ.: To βιβλίο, κάθε βιβλίο, από τη στιγμή που θα εκδοθεί παύει να "ανήκει" στον συγγραφέα και γίνεται εν δυνάμει κτήμα του αναγνώστη. Και βέβαια χρειάζεται τον αναγνώστη για να ολοκληρώσει το ταξίδι του. H τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν μια ευκαιρία στον συγγραφέα να διαφημίσει το έργο του. Όμως, πέραν των περιορισμών που υπάρχουν, αυτό δεν πρέπει να γίνει προτεραιότητα για τον συγγραφέα. Με την έννοια ότι θα πρέπει τον χρόνο του να τον κατανέμει στο γράψιμο και στο διάβασμα, δεν μπορεί να σηκώσει και το βάρος της διαφήμισης του έργου του.
8. Πρόσφατα ολοκληρώσατε μια μεγάλη περιοδεία στη μισή Ελλάδα στην κυριολεξία. Τι αποκομίσατε; Θα το ξανακάνατε;
Ε.Χ.: Ήταν μια υπέροχη εμπειρία, την οποία κάθε φορά απολαμβάνω. Η συγγραφή είναι μια μοναχική διαδικασία που απαιτεί απομόνωση και καμιά φορά σε κάνει να χάνεις και τις κοινωνικές σου δεξιότητες. Η παρουσίαση του βιβλίου είναι η στιγμή που αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πώς η δουλειά σου αντιμετωπίζεται από τους άλλους, από τους αναγνώστες. Ποια είναι η δική τους οπτική. Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί ανακαλύπτεις πράγματα που δεν είχες σκεφτεί, πτυχές της ιστορίας που ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε αναγνώστη. Είναι μαγικό και μου αρέσει πολύ. Και βέβαια η δυνατότητα να γνωρίζω τόπους και ανθρώπους.
9. Ως συγγραφέα σάς γνωρίζουμε και σας παρακολουθούμε. Είστε και αναγνώστης όμως, χωρίς αμφιβολία. Θα μας αποκαλύψετε τι προτιμάτε να διαβάζετε;
Ε.Χ.: Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχω σε ό,τι αφορά την ανάγνωση είναι ο χρόνος φυσικά. Είναι τόσο πολύς ο χρόνος που απαιτείται για την έρευνα και τη συγγραφή, που στο τέλος η ανάγνωση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Επίσης, τα τελευταία χρόνια τα διαβάσματά μου, στα πλαίσια πάλι της έρευνας, ήταν πιο "ακαδημαϊκά", λιγότερο λογοτεχνικά γιατί αφορούσαν τη συγκέντρωση στοιχείων για ένα συγκεκριμένο θέμα. Παίρνω όμως το αίμα μου πίσω, το καλοκαίρι που διαβάζω βουλιμικά. Μου αρέσει πολύ η πολιτική ιστορία, τα διηγήματα και τα τελευταία χρόνια τα θεατρικά. Και βεβαίως διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία αλλά και γενικότερα λογοτεχνία και προσπαθώ να παρακολουθώ τους Έλληνες συγγραφείς όσο μπορώ.
10. Μας έχετε συνηθίσει σε καταιγιστικούς ρυθμούς συγγραφής. Πότε να περιμένουμε το επόμενό σας βιβλίο;
Ε.Χ.: "Ψήνεται"! Έχει ολοκληρωθεί η συγγραφή του και αφορά ένα θέμα και πάλι "ιδιότροπο" που όμως με απασχολεί πολλά χρόνια τώρα. Εκδότου θέλοντος, και μόλις πάρει το "πράσινο φως" και το "τυπωθείτω" θα σας πω περισσότερα.
(©Πέτρος Χατζησωτηρίου για τα Βιβλιοσημεία)