Lecture Club / meeting #1

Το ηλεκτρονικό περιοδικό Writer's Gang (με αρχισυντάκτρια την Άρια Σωκράτους) και η ιστοσελίδα Βιβλιοσημεία (με αρχισυντάκτρια τη Λιάνα Τζιμογιάννη) ένωσαν τις δυνάμεις και την αγάπη τους για το βιβλίο και ίδρυσαν τη Λέσχη Ανάγνωσης "Lecture Club".

Η Λέσχη ξεκίνησε ήδη τις συναντήσεις της και στις 22 Σεπτέμβρη 2018 συζητήθηκε το βιβλίο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ "Ο μπαρμπα-Γκοριό". Συντονίστρια της λέσχης είναι η συγγραφέας Ισμήνη Χαρίλα και τον πολιτισμικό σχολιασμό έχει αναλάβει η ραδιοφωνική παραγωγός Άννα Μουσογιάννη. Μάθετε πού και πότε γίνονται οι συναντήσεις στο τέλος του κειμένου!!!

Ο σχολιασμός της Ισμήνης Χαρίλα:
Στην «Ευγενία Γκραντέ» ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ επικεντρώνεται στη φιλαργυρία του πατέρα της ηρωίδας και στις κακουχίες στις οποίες υποβάλλει την οικογένειά του παρασυρόμενος από το πάθος του για την αύξηση της περιουσίας του, ενώ στον «Μπαρμπα-Γκοριό» δημιουργεί έναν εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα, έναν πατέρα που αφιερώνει την ύπαρξή του στην ευτυχία των θυγατέρων του.
Το έργο -που πρωτοεμφανίστηκε το 1835 στο «Revue de Paris» και εκδόθηκε ως βιβλίο το 1842- ανήκει στις «Σκηνές της Ιδιωτικής Ζωής» και περιλαμβάνεται και αυτό στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», τη συλλογή δηλαδή μυθιστορημάτων του δημιουργού με τα οποία παρουσιάζει και σχολιάζει τη Γαλλική κοινωνία κατά τις περιόδους της Παλινορθώσεως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και της Ιουλιανής Μοναρχίας.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας από τους ενοίκους της Πανσιόν Βωκέ, ένας άνδρας εξήντα εννέα ετών που δεν ζει, παρά για να βλέπει τις κόρες του ευτυχισμένες. Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά το 1819 και παρόλο που ο πρωταγωνιστής κατοικεί ήδη έξι χρόνια στην πανσιόν, κανένας δεν γνωρίζει ότι η σταδιακή μείωση της περιουσίας του οφείλεται στη διαρκή αφαίμαξή της από τις κόρες και τους γαμπρούς του. Εκείνος, ανενδοίαστα, περιορίζει τις ανάγκες του στα απολύτως απαραίτητα και προσφέρει στα παιδιά του ό,τι έχει, παρόλο που δεν αποδέχεται από αυτά παρά μόνο την αδιαφορία τους. Παράλληλα οι υπόλοιποι ένοικοι, αγνοώντας το μυστικό του, προχωρούν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι είναι ένας έκλυτος γέρος που συναναστρέφεται νεαρές κοπέλες και από «Κύριο Γκοριό» τον αποκαλούν πλέον ειρωνικά «Μπαρμπα-Γκοριό». Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί όταν ένας νεαρός φοιτητής της νομικής, ο Ραστινιάκ, που κατοικεί στην ίδια πανσιόν, θα γνωρίσει τυχαία και θα ερωτευτεί μία από τις δυο κόρες του.
Μέσω επομένως της εξέλιξης των γεγονότων, αλλά και των πράξεων των ηρώων ο Μπαλζάκ θα επιτύχει να σχολιάσει βασικά θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το χρήμα δεν είναι απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά ο βασικός ρυθμιστής της κοινωνίας και η άποψη των ανθρώπων γι’ αυτό καθορίζει και τις αντιδράσεις τους. Ο αναγνώστης παρατηρεί συνεπώς την χήρα Βωκέ, την ιδιοκτήτρια της Πανσιόν, να απορρίπτει την απόφασή της να παντρευτεί τον πλούσιο Γκοριό, όταν εκείνος καταλήγει φτωχός. Ο δε Βωτρέν -γνωστός εγκληματίας στην Αστυνομία, ως «Trompe La Mort», δηλαδή εκείνος που ξεγελάει τον θάνατο- δεν διστάζει να διαπράξει ακόμη και φόνο για να αποκομίσει κέρδος, ενώ οι κόρες του Γκοριό θα προτιμήσουν να παρευρεθούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, παρά να σταθούν κοντά στον πατέρα τους την ώρα του θανάτου του και της κηδείας του. Ακόμη και οι συνοικίες του Παρισιού διακρίνονται σε αυτές των φτωχών και των πλουσίων και κάθε δραστηριότητα -από το μέσο μετακίνησης έως το φαγητό- χαρακτηρίζει και ταξινομεί τους πολίτες.
Σε αντιδιαστολή με τον υλισμό, ο δημιουργός προβάλλει τα συναισθήματα και τις οικογενειακές σχέσεις. Στην εκδήλωση αγάπης της μητέρας και των αδελφών του Ραστινιάκ, αλλά και εκείνης του Γκοριό, αντιτίθεται η αναλγησία των θυγατέρων του τελευταίου, καθώς και η επίπλαστη οικογενειακή ευτυχία που ισορροπεί σε εξωσυζυγικές σχέσεις.
Εάν λοιπόν στην «Ευγενία Γκραντέ», ο Μπαλζάκ υποστήριζε ότι μοίρα των γυναικών είναι να νιώθουν, να αγαπούν, να υποφέρουν και να αφιερώνονται, στον «Μπαρμπα-Γκοριό» σχολιάζει ότι οι γυναίκες αναζητούν τους φιλόδοξους άνδρες, γιατί αισθάνονται ευτυχισμένες όταν είναι δυνατές. Επιπρόσθετα ο εγωισμός, η αχαριστία, η ματαιοδοξία, η διαφθορά και το ψέμα αντιμάχονται την αυταπάρνηση, την ευγνωμοσύνη, τη σεμνότητα, την αθωότητα και την αλήθεια και αντιπροσωπεύονται τόσο από τα γυναικεία, όσο και από τα ανδρικά αφηγηματικά πρόσωπα. Η λεπτομερειακή περιγραφή εντοπίζεται φυσικά και σε αυτό το πόνημα του Γάλλου δραματουργού, αφού ο ίδιος είχε εξηγήσει ότι το σκηνικό εξηγεί ή / και ωθεί πολλές φορές τις δράσεις και τις αντιδράσεις.
Η δε ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, που είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του λογοτεχνικού κινήματος του Ρεαλισμού που εκπροσωπεί ο Μπαλζάκ, είναι εμφανής σε ολόκληρο το κείμενο, καθώς επίσης και η οργάνωση της πλοκής που δεν επιζητά το εξωπραγματικό, αλλά αποδέχεται τη φυσική νομοτέλεια. 
Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Γκοριό ενδόμυχα γνωρίζει ότι οι κόρες του δεν τον αγαπούν, αφού ο ίδιος σχολιάζει λίγο πριν το τέλος του «Δεν με αγαπούν! Δεν με αγάπησαν ποτέ! Αυτό είναι ξεκάθαρο!». Είναι επομένως η έλλειψη του μέτρου, η άνευ ορίων προσφορά, η άποψή του πως ένας πατέρας πρέπει να θυσιάζεται και η λατρεία του για τα παιδιά του που τον οδήγησαν να πλάσει δυο εξωτερικά όμορφα, αλλά συναισθηματικά ανάπηρα πλάσματα που πληγώνουν όσους τολμούν να τα αγαπήσουν ειλικρινά.

Ο σχολιασμός της Άννας Μουσογιάννη:
Ο Μπαλζάκ θεωρείται ένας βασικός εκπρόσωπος του ρεαλισμού. Τι είναι όμως ρεαλισμός; Δεν είναι ούτε σχολή ή κάποιο κίνημα αλλά τάση της λογοτεχνίας και εκτείνεται χρονικά από το 1850 μέχρι το 1880. Πιο συγκεκριμένα, ο Ρεαλισμός θεωρείται η απάντηση του κινήματος του ρομαντισμού. Σκοπός του ήταν να παρουσιάσει την πραγματικότητα όπως διαθλάται μέσα από την υποκειμενικότητα του εκάστοτε καλλιτέχνη (σύμφωνα με τη Τζωρτζ Έλιοτ). Είναι ένας όρος που οι κριτικοί λογοτεχνίας μεταχειρίζονται με δύο διακριτές σημασίες. Η μια είναι ένα κίνημα στη μυθιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η δεύτερη για να περιγράψουν ένα διαδεδομένο τρόπο αναπαράστασης της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας στη λογοτεχνία σε διάφορες εποχές και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη.
Η ρεαλιστική μυθοπλασία έρχεται σε αντιπαράθεση με τη ρομαντική καθώς η δεύτερη παρουσιάζει τα πράγματα όπως θα έπρεπε να είναι, ενώ η πρώτη όπως είναι. Η ρεαλιστική λογοτεχνία είναι γραμμένη έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι αναπαριστά τη ζωή και τον κοινωνικό περίγυρο όπως τα αντιλαμβάνεται ο μέσος αναγνώστης, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση ότι τα εν λόγω πρόσωπα μπορεί όντως να υπάρχουν και ότι τέτοιου είδους πράγματα μπορεί κάλλιστα να συμβαίνουν.
Ο ρεαλιστής συγγραφέας αντλεί τα θέματα του από την πολυπρισματική καθημερινότητα όπως αυτή διαμορφώνεται από το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Το 1851 ο Θάκερεϋ γράφει σε ένα γράμμα του: «Η τέχνη του μυθιστορήματος είναι να αναπαριστά τη Φύση: να μεταδίδει όσο γίνεται πιο έντονα το αίσθημα της πραγματικότητας». Ο Ρώσος θεωρητικός Τσερνισέφσκι το 1855 στο έργο του "Αισθητικές σχέσεις της τέχνης με την πραγματικότητα" είναι ακόμα πιο κατηγορηματικός: «Πρώτος σκοπός της τέχνης είναι η αναπαραγωγή της πραγματικότητας» ενώ ο Φοντάνε αναζητεί «το στοιχείο της τέχνης, την αντανάκλαση κάθε πραγματικής ζωής, κάθε αληθινής δύναμης».
Γενικότερα, οι ρεαλιστές λογοτέχνες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην κοινωνική πλευρά, στις σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία. Οι ήρωές τους δεν έχουν τίποτα το ηρωικό και το μεγαλειώδες. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, μπλεγμένοι στον κυκεώνα της καθημερινότητας με ό,τι αυτή εμπεριέχει, είτε ασύμβατο, είτε τραγικό ή και ασήμαντο. Είναι άνθρωποι απλοί και κοινοί όπου για πρώτη φορά η λογοτεχνία ρίχνει τους προβολείς πάνω τους και τους βγάζει από το σκοτάδι. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η ψυχολογική διάσταση της προσωπικότητας και τον ψυχολογικών διακυμάνσεων των προσώπων. Ο Ντοστογέφσκυ, απαντά σε μια ανόητη άποψη για τον εαυτό του: «Με αποκαλούν ψυχολόγο, αλλά είναι λάθος, είμαι απλά ρεαλιστής με την υψηλή έννοια, εικονίζω δηλαδή τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής».
Ο Φλωμπέρ σχετικά με το ρεαλισμό δηλώνει πώς «ό,τι επινοούμε είναι αληθινό» καθώς το ρεαλιστικό έργο είναι τόσο αληθοφανές και αυτάρκες, όπου έρχεται να προστεθεί στην πραγματικότητα προκειμένου να την τροποποιήσει ή να τη συμπληρώσει. Ο ίδιος δηλώνει: «Την ώρα αυτή σε είκοσι χωριά της Γαλλίας η καημένη μου η Μποβαρύ αναμφίβολα υποφέρει και κλαίει».
Εν συνεχεία, ο ρεαλισμός επιλέγει ως μορφή αφήγησης τον πεζό λόγο όπου θεωρεί κατάλληλο για την αναπαράσταση της πραγματικότητας ενώ είναι αντιτίθεται στην υποκειμενική, λυρική ποίηση. Δύο βασικά χαρακτηριστικά του ρεαλισμού είναι κατά πρώτον, η σύνδεσή του με το χρόνο καθώς αφηγείται και έτσι παίρνει σοβαρά υπόψη τη χρονική διάσταση μιας ιστορίας και κατά δεύτερον, τη δραματική αναπαράσταση, στην οποία οφείλεται η συχνή χρήση του διαλόγου.
Φιλοδοξία του Μπαλζάκ είναι να γράψει μια ολοκληρωμένη ιστορία των ηθών της εποχής του εκφράζοντας για πρώτη φορά το 1935 με το μυθιστόρημά μας «Μπαρμπα-Γκοριό». Ωστόσο ο ρεαλισμός του συγγραφέα δεν σταματάει μόνο στο να αποτυπώσει την πραγματικότητα αλλά διεισδύει στα ενδότερα και κάνει αποδόμηση της πραγματικότητας με σκοπό να ανακαλύψει τις πιο κρυφές στιγμές της ανθρώπινης δράσης ή της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτές που έρχονται μεν στο φως αλλά καλύπτονται από το πέπλο της αληθοφάνειας και της σιωπής. Ο Μπαλζάκ, ο αποκαλούμενος, ιστορικός των ηθών, εστιάζει στην αδικία, την κοινωνική αδικία και τη σκληρότητα της ζωής. Ο ίδιος προχωρεί σε ερμηνεία και ανάλυση των γεγονότων και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει στον Πρόλογο της Ανθρώπινης κοινωνίας, τονίζει «την ιστορία και την κριτική της κοινωνίας».

Ο χώρος της λέσχης:
Οι συναντήσεις θα γίνονται κάθε μήνα στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη (Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας, Αθήνα, 2ος όροφος).

Η επόμενη δίωρη συνάντηση έχει προγραμματιστεί για τις 20 Οκτώβρη στις 16:00-18:00 το απόγευμα και θα συζητηθεί το βιβλίο της Περλ Μπακ "Η μάνα". Δηλώστε συμμετοχή στο e-mail. Θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας, λόγω περιορισμένου αριθμού θέσεων.

Σε περίπτωση κακοκαιρίας, η συνάντηση θα μεταφερθεί στον εσωτερικό χώρο του καφέ.
Μοιράσου το άρθρο: :
 
Copyright © 2017-2024. ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΕΙΑ - All Rights Reserved
Created by Vivliosimeia | Published by Vivliosimeia |
Proudly powered by Vivliosimeia.blogspot.gr