Περίληψη οπισθόφυλλου:
«Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, έκανε κι άλλους κόμπους, να μη μπορέσουν να το σκάσουν. Πώς νά ’βγαιναν άλλωστε; Δεν είχαν νύχια, δεν είχαν ψυχή και δύναμη για κάτι τέτοιο. Αλλά έπρεπε νά ’ναι σίγουρη.
Παραμόνευε για ώρες μέχρι που η νέα μάνα έφυγε να βρει κάτι να φάει και να κάνει γάλα. Και μόνο τότε η Μαριώ κλειδαμπάρωσε τις πόρτες και τα παράθυρα κι άνοιξε τη ντουλάπα με τα ρούχα να βρει το καταφύγιο της γάτας, εκεί πού ’χε γεννήσει τα μικρά της.
Ήταν ζεστά και μαλακά. Γι’ αυτό είχε χωθεί εκεί. Εκεί άφησε τα μωρά και τον πλακούντα της. Δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Είχε νύχια και δόντια θηρίου. Ήξερε τι θα πει προστασία.».
Σ’ένα τόπο στεγνό, γεμάτο βράχια και δεισιδαιμονίες, η δεκαπεντάχρονη Μαριώ παντρεύεται το νεαρό Φώτη και γίνεται η παπαδιά του. Θα κάνει μεγάλο κακό. Ασυγχώρητο. Στην αρχή την είπανε τρελή. Μετά την ονόμασαν Λευκή Αγία.
Η άποψή μου:
(γράφει η Ανδρομάχη Κοκόση)
Σκληρή γυναίκα η Μαριώ. Φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρώτες γραμμές, που δεν διστάζει να αφαιρέσει -χωρίς δισταγμό- τις νεογέννητες ζωές που γέννησε η γάτα της.
Την πάντρεψαν στα 15 της την Μαριώ, σε κάποιο χωριό, σε κάποια γωνιά της Ελληνικής επαρχίας. Παπάς ο άντρας της, μα το κακό δεν μπόρεσε να το καταλάβει, δεν μπόρεσε να το προλάβει, δεν μπόρεσε να το αποτρέψει. Είναι σκληρή με όλους η Μαριώ, αλλά όχι με εκείνο το άλογο, που γιάτρεψε με ένα της άγγιγμα. Ίσως γιατί αυτό να λειτουργούσε στο μυαλό της ως το μέσο για να φύγει, να χαθεί. Με σαλεμένο τον νου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα αερικό, που βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν.
Βλέπει όμως και τη ζωή να φεύγει από τα μάτια των παιδιών της, όχι με την κάψα του δολοφόνου, αλλά ως μια πιστή που αναζητά απεγνωσμένα τον Θεό της, τον Θάνατο. Ένας Θεός που λειτουργεί ως κάθαρση και που αποζητάται ως θησαυρός.
Δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί, μα ακόμα πιο δύσκολο να συγχωρεθεί από την κοινωνία μας. Κάποιοι βάζουμε την ετικέτα της τρελής και αυτό ήταν. Κάποιοι άλλοι βγάζουν μένος και συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν με πολύ άσχημες εκφράσεις τέτοιες ψυχές. Κάπως έτσι έγινε και με τη Μαριώ, σε κείνο το χωριό. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί η ανάγκη για τον Θεό και η βαθιά -με παρωπίδες- πίστη, διαστρεβλώνει την αλήθεια. Ο ένας κολλάει τον άλλον και γρήγορα όλο το χωριό πλημμυρίζει από παραφροσύνη, από συλλογική παραφροσύνη...
Είναι μια νουβέλα αλλιώτικη, μια νουβέλα "γροθιά στο στομάχι". Σκληρή, που διαβάζεται απνευστί, αλλά τα συναισθήματά σου -όταν την κλείνεις- διαρκούν για καιρό. Προσωπικά πέρασα από την οργή, στην αγανάκτηση και από εκεί στη θλίψη. Μιλάει για πεποιθήσεις άλλες, μακρινές. Πεποιθήσεις ίσως λάθος, που δίνουν, ίσως λάθος ευκαιρίες, που έχουν ίσως λάθος καταλήξεις και ο κύκλος μοιάζει να μην κλείνει ποτέ. Ή μήπως όχι;
Δεν μπορώ να μην σταθώ στην αφιέρωση του συγγραφέα, που είναι ό,τι πιο τρυφερό έχω διαβάσει: «Στην Αντιγόνη μου, που η πίστη της στο φως, όταν όλα είναι σκοτεινά, με ξεπερνά».
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω κάποιες φράσεις από το βιβλίο:
√ Σελίδα 22: «Ο φόβος δεν είχε φωνή...»
√ Σελίδα 24: «Την είχε φιλήσει στο μάγουλο. Στραβά. Σα νεκροφίλημα. Την φίλησε για να την καλοδεχτεί στη νέα της ζωή».
√ Σελίδα 31: «Έτσι, σκέφτηκε, πλέκει η τύχη ιστούς για τους ανθρώπους. Όποιος πιαστεί, πιάστηκε. Όποιος αντέξει, θα σωθεί».
√ Σελίδα 39: «Του είπε: Πάρε με μαζί σου. Εγώ σου έκλεισα την πληγή, εσύ θα κλείσεις τη δική μου».
√ Σελίδα 55: «Η ψυχή της ήταν γι’αυτόν το χωράφι του... Φύτευε την αγάπη του. Δεν ήξερε όμως, πως η αγάπη του θαβόταν, δεν φυτευόταν».
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Σειρά: τα πεζά / 1
Συγγραφέας: Νικήτας Μ. Παπακώστας
Επιμέλεια: Θάνος Σαμαρτζής & Μαριλένα Καραμολέγκου
Σελίδες: 72
Ημερ. έκδοσης: 12/07/2018
ISBN: 978-618-83224-4-8