Με αφορμή το βιβλίο «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», ο Θανάσης Σταυρόπουλος ρώτησε τη συγγραφέα Έρη Ρίτσου...
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Αγαπητή κυρία Ρίτσου, αν και -όπως αναφέρετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας, ένα ανάλογο περιστατικό με αυτό που εξιστορείτε, είχε συμβεί και στον γενέθλιο τόπο σας. Περισσότερο όμως, θα έλεγα ότι το σκηνικό του βιβλίου σας μοιάζει με την τραχιά υφή της Μονεμβασιάς παρά με ένα τυπικό νησί του Αιγαίου. Πόσο πολύ έχετε βιώσει το στοιχείο της ατμόσφαιρας και της αισθητικής της Μονεμβασιάς ως συγγραφέας;
Ε.Ρ.: Καθένας μας μεσ’ στο μυαλό του έχει τις δικές του εικόνες από τα μέρη όπου έχει πάει κι έχει δει. Εγώ τη Μονεμβασιά την έχω δει ουσιαστικά ως τουρίστας. Να φανταστείτε, δεν έχω τύχει ούτε σε μια φουρτούνα, για παράδειγμα. Δεν έχω δει κύματα να σκάνε πάνω στα βράχια μπρος απ’το Πορτέλο, δεν έχω δει το πέλαγος μπροστά μου ανταριασμένο. Η τραχιά της υφή, όπως λέτε, για μένα είναι ένας βράχος που ακτινοβολεί θερμότητα τη νύχτα. Τη μέρα, όποτε βρίσκομαι εκεί, κοιτάζω πάντα κατά το πέλαγος. Όσο για το «τυπικό νησί του Αιγαίου», ποιο είναι το «τυπικό» νησί; Ένα νησί των Κυκλάδων; Της Δωδεκανήσου; Των Σποράδων; Η Λήμνος; Η Λέσβος; Η Χίος; Η Σάμος; Η Ικαρία; Δεν υπάρχει τυπικό νησί, κατά την άποψή μου. Υπάρχουν φυσικά ομοιότητες αλλά εκεί σταματά το πράγμα. Όσο για το χώρο δράσης τούτης της ιστορίας, καθώς και της προηγούμενης στο «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», είναι η Σάμος, γιατί αυτόν τον τόπο ξέρω, αυτόν έχω ζήσει στις καλοσύνες και στις αντάρες του, στον λαμπρό ήλιο και στην ασταμάτητη βροχή, στη φωτεινότητα και στη μαυρίλα του. Ξέρω τα βουνά, τις θάλασσες και τους ανθρώπους του. Η Σάμος είναι ο κόσμος μου και αυτόν τον κόσμο βάζω στα γραφτά μου. Αν ο αναγνώστης αναγνωρίζει τοπία γνώριμα σε κείνον τόσο το καλύτερο.
2. Την ηρωίδα σας, Μαρία Γεωργίου, σε αυτό το δεύτερο πόνημά σας, την συναντάμε σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Έτσι, εκτός των άλλων είναι σε μια αρκετά δύσκολη θέση για μια γυναίκα στην ελληνική επαρχία, στην ελληνική πραγματικότητα, στον ελληνικό δημόσιο βίο. Μιας κι εγώ εργαζόμουν, το πάλαι ποτέ, στον ίδιο αυτό επαγγελματικό κλάδο με την κα. Γεωργίου, γνωρίζω πολύ καλά ότι πολύ δύσκολα μια γυναίκα-αστυνομικός θα λειτουργούσε καθ’ αυτόν τον τρόπο. Εσείς ωστόσο κάνετε την υπέρβαση και την καθαγιάζετε, της αφαιρείτε όλες τις «αμαρτίες» μιας δημοσίου υπαλλήλου και την εξυψώνετε σε πραγματική ανθρώπινη οντότητα. Κυρία Ρίτσου, μέσω της ηρωίδας σας μήπως προσπαθείτε να διορθώσετε στο θυμικό της ελληνικής κοινωνίας αμαρτίες παρελθοντικών σχέσεων; Και τι καλύτερο από μια γυναίκα-ηρωίδα που θα «κυοφορεί» το νέο και το καινούργιο;
Ε.Ρ.: Εδώ που τα λέμε, τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες και, χωρίς φυσικά να είναι το ζητούμενο, μια ανύπαντρη μητέρα δεν είναι πια στις μέρες μας δακτυλοδεικτούμενη. Δεν ξέρω αν καθαγιάζω, όπως λέτε, την ηρωϊδα μου. Σίγουρα όμως είναι άνθρωπος έντιμος και σκεπτόμενος, ο οποίος έχει επιλέξει αυτήν την εργασία απολύτως συνειδητά για να προσφέρει στην κοινωνία. Η επιλογή της αυτή και οι λόγοι που την επέβαλαν, αναφέρονται πολύ καθαρά στο προηγούμενο αστυνομικό μου, αλλά φυσικά δεν μπορώ να επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα σε κάθε βιβλίο, έτσι ίσως τα κίνητρά της να μην είναι σαφή για τον αναγνώστη αυτής της ιστορίας. Νομίζω πως είναι ουσιαστικό, ένας άνθρωπος που επιλέγει να πολεμήσει το κακό να είναι ο ίδιος καλός, τουλάχιστον στα βασικά χαρακτηριστικά του. Όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας και η Μαρία Γεωργίου δεν αποτελεί εξαίρεση, όμως διαθέτει λογική και δύναμη θέλησης και είναι άνθρωπος της εποχής της. Ξέρει τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει και σε προσωπικό επίπεδο και στο πλαίσιο της δουλειάς της, πιθανώς δε και τα προβλήματα που η κατάστασή της μπορεί να δημιουργήσει στην υπηρεσία της γενικότερα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που την κάνει να σκέφτεται και τελικά να αποφασίσει μια εναλλακτική καριέρα. Η Μαρία Γεωργίου δεν είναι επαναστάτρια. Είναι όμως άνθρωπος που διαθέτει κοινό νου και έχει ξεκάθαρες απόψεις για κάποια πράγματα. Ξέρει πως δεν θα αλλάξει η ίδια την κοινωνία αλλά αρνείται να δεσμευτεί από τις προκαταλήψεις της κοινωνίας και να θυσιάσει σε αυτές τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες.
3. Η απογύμνωση της διήγησής σας από κάθε σχεδόν λυρικότητα και η απουσία των γνωστών αστυνομικών περιγραφικών διηγήσεων. Η τόσο άμεση και δημοσιογραφική τοποθέτηση των γεγονότων. Η ανάλυση των συναισθημάτων με αποστασιοποίηση και ουδετερότητα και μονάχα η ελάχιστα συναισθηματική προσέγγισή σας στη Μαρία Γεωργίου. Όλα αυτά οφείλονται άραγε σε μία απόσταση που υποσυνειδήτως κρατάτε από το γραπτό σας λόγο ή πιθανόν να είναι ένας υπέροχος τρόπος συγγραφικής προσέγγισής σας με το αναγνωστικό κοινό;
Ε.Ρ.: Μάλλον είναι θέμα προσωπικού γούστου. Απεχθάνομαι τις σάλτσες. Φυσικά καταλαβαίνω πως κάποιος αναγνώστης θα ήθελε πιθανώς σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα, ένα μυστήριο ίσως, κάτι ζοφερό που να κάνει το στομάχι του να σφίγγεται. Νομίζω όμως πως το έγκλημα μπορεί να γίνει και μέσα στο φως και για λόγους πολύ πεζούς. Δεν είναι ανάγκη ο δολοφόνος να είναι ψυχικά διαταραγμένος και να έχει απωθημένα λόγω τραυματικών παιδικών χρόνων. Ως αναγνώστες έχουμε εθιστεί σε ιστορίες με serial killers, με εγκλήματα απίστευτης αγριότητας και τις λεπτομερείς περιγραφές τους, που όμως νομίζω πως είναι έξω από τη δική μας εμπειρία, καθώς και σε βιβλία «τάκους», των οποίων η ιστορία αυτή καθ’αυτή θα μπορούσε να συνοψιστεί στο μισό της έκτασης του βιβλίου! Επειδή σαν αναγνώστη με κουράζει αυτό το στυλ, θέλησα το γραφτό μου να μένει στον πυρήνα της ιστορίας, και μόνο νύξεις κάνω για να σκετσάρω τους χαρακτήρες της ιστορίας και να δώσω μια εικόνα του χώρου και της κοινωνίας μέσα στα οποία κινούνται.
4. Αν, κυρία Ρίτσου, με μία άλλη προοπτική γραφής του βιβλίου σας η ηρωίδα σας πόσο περισσότερο θα θέλατε να είχε αναλάβει δράση; Πόσο θα θέλατε να είχε πάρει τον νόμο στα χέρια της; Να μπορούσε σε περιστατικά τέτοιου τύπου, και φυσικά αφού εσείς διαμορφώσατε αυτό το κείμενο, να είχε τη δυνατότητα να μην τα τακτοποιήσει όλα τελειώνοντάς τα με ένα happy end; Θα τολμούσατε να της δώσετε μια πιο σκληρή εικόνα και ταυτότητα αστυνομικού παρότι την ίδια στιγμή θα ήταν μια γυναίκα που θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί;
Ε.Ρ.: Όχι, δεν θα το ήθελα. Μου αρέσουν τα happy endings. Ζούμε τόση μιζέρια και δυστυχία και δυσκολίες στην πραγματική μας ζωή, που νομίζω πως τουλάχιστον το γραφτό πρέπει να δίνει μια προοπτική τάξης και δικαιοσύνης και καλής κατάληξης. Όσο για την ηρωϊδα μου, αν της έδινα μια πιο σκληρή εικόνα, θα ήταν άλλη ηρωϊδα και θα είχε άλλη ταυτότητα. Θα έπρεπε να πλάσω εξαρχής έναν άλλον άνθρωπο και αυτό είναι κάτι που δεν θα ήθελα να κάνω, γιατί συμπαθώ πολύ τη Μαρία Γεωργίου έτσι όπως είναι.
5. Έχετε δημιουργήσει έναν υπέροχο ήρωα μέσα στο βιβλίο σας, κατά την προσωπική μου γνώμη, τον Κουβαρά. Έναν αστυνομικό που συμπληρώνει την ηρωίδα σας, έχει πάντα θετικό πρόσημο, είναι σχεδόν καλόκαρδος, σχεδόν προστατευτικός και πάντα φιλικός, χωρίς ωστόσο να είναι ποτέ ελλιπής. Εν γένει ο αρνητισμός της κοινωνίας μας είναι σχεδόν αόρατος ή -για να μην είμαι άδικος- ελάχιστα εμφανής. Κυρία Ρίτσου, πιστεύετε ότι η κοινωνία μας έχει πια κουραστεί από μια καθημερινότητα γεμάτη αρνητική φόρτιση και ενέργεια; Ότι έχουμε ανάγκη από πρότυπα ενός κόσμου που θα μας οδηγήσουν σε ατραπούς πιο θετικούς και ασφαλείς;
Ε.Ρ.: Ναι, ο Κουβαράς είναι ένας θετικός χαρακτήρας που συμπληρώνει τη Μαρία Γεωργίου στον δρόμο του καλού. Και δεν θα έλεγα πως οι χαρακτήρες μου είναι όλοι θετικοί. Κάθε άλλο. Ο αρχιτέκτονας ο Δούκας είναι ένας τύπος εντελώς επιφανειακός. Ο Κούμπουρας είναι μπλεγμένος σε βρώμικες μπίζνες. Ο Πατρινός κάθε άλλο παρά πρότυπο αποτελεί. Όμως έχω την εντύπωση πως σταδιακά και ανεπαίσθητα την κοινωνία τη φτιάξαμε έτσι, γεμάτη αρνητική φόρτιση. Θέλω να πω πως σε μια κοινωνία με τα μύρια όσα προβλήματα, όταν κανείς τονίζει μόνο τα αρνητικά της, αυτά μεγεθύνονται και πολλαπλασιάζονται και τείνουν να γίνουν η μόνη αλήθεια, κάνοντάς σε να πιστεύεις πως μόνο έτσι είναι τα πράγματα και δεν αλλάζουν, άρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, είσαι εντελώς αδύναμος απέναντι στο κακό. Αν απέναντι στην κοινωνία στήνουμε έναν καθρέφτη που καθρεφτίζει μόνο τη μαυρίλα της, αυτή γίνεται ακόμα πιο μαύρη. Είναι όπως όταν πηγαίνεις το πρωί στο γραφείο ανέμελος και κάποιος σε κοιτάξει και σου πει «Πω πω, πώς είσαι έτσι χάλια σήμερα; Πόσο κομμένος και κίτρινος είσαι!». Και ξαφνικά αρχίζεις να αισθάνεσαι χάλια στ’ αλήθεια! Αντίθετα, αν ο χαιρετισμός συνοδεύεται από ένα «Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα! Λάμπεις!», θ’αρχίσεις να αισθάνεσαι καλύτερα ακόμα κι αν δεν είχες καθόλου την αίσθηση πως είσαι λαμπερός! Δεν ξέρω αν έχουμε ανάγκη από πρότυπα, σίγουρα όμως έχουμε ανάγκη να τονίζουμε τα θετικά, όπου τα βρίσκουμε, γιατί θετικά υπάρχουν και το να τα αγνοούμε, είναι καταστροφικό.
6. Την ηρωίδα σας δείχνει να την απασχολεί αρκετά ο βασικός πυρήνας της κοινωνίας μας: αυτός της οικογένειας. Ένας πυρήνας που -ενώ έδειχνε υγιής μέχρι τώρα- νοσεί βαθιά, τόσο βαθιά μετά και από πρόσφατα περιστατικά βίας, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, και που εν τέλει καταλήγει στο τέλος να φαντάζει πιο άρρωστος και πέρα από κάθε φαντασία. Πόσο νομίζετε ότι έχει διαβρωθεί η οικογένεια και οι αξίες της στις μέρες μας; Γιατί η «οικογένεια» που θεωρείτο ως στυλοβάτης της ελληνικής κοινωνίας έχει αρχίσει να λειτουργεί, οριακά, ως ένα μπούμερανγκ ενάντια σε αυτήν;
Ε.Ρ.: Η ηρωϊδα μου έζησε η ίδια σε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια, την οποία πιθανώς να εξιδανίκευσε, έχοντας χάσει νωρίς τους γονείς της σε δυστύχημα. Έχοντας την πατρική της οικογένεια σαν πρότυπο, είναι γεγονός πως το θέμα την απασχολεί, μια που μέσα της το ταυτίζει με την αγάπη, την ασφάλεια, τη συνέχεια της ζωής. Όσο για τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, κυρίως απέναντι σε παιδιά, που βλέπουν σχεδόν καθημερινά το φως της δημοσιότητας στις μέρες μας, θα έλεγα πως σε μια κοινωνία που νοσεί, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος τομέας απολύτως υγιής. Και η οικογένεια είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός που αντικατοπτρίζει τη γενική κατάσταση. Η ασθένεια του κυττάρου επηρεάζει τον οργανισμό και η νόσος του οργανισμού δημιουργεί ολοένα και περισσότερα άρρωστα κύτταρα. Οι λόγοι που οδηγούν στη διάλυση αυτού του πυρήνα σταθερότητας και ενίοτε στην εξαχρείωση είναι πολλοί, οικονομικοί, κοινωνικοί, ψυχολογικοί, και θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες για να αναφερθούμε σε αυτούς. Αυτό ίσως είναι θέμα μια άλλης συνέντευξης.
7. Κυρία Ρίτσου, όπως σε κάθε ερευνητή-αστυνομικό που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και στην ηρωίδα σας, είναι πολλά τα εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει. Κυρίως η έλλειψη εμπιστοσύνης των γύρω της, του περιβάλλοντός της -κυρίως εργασιακού πολλές φορές και προσωπικού- και γενικότερα, έχει μια μοναχική πορεία προς τη λύση του εκάστοτε προβλήματος. Πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο ισχύει γενικότερα; Είναι δηλαδή ίδιον της ανθρώπινης πορείας μας; Είμαστε τελικά όντα μοναχικά προς μια ολοκλήρωση που είτε έρθει, είτε όχι, θα την αντιμετωπίσουμε με γνώμονα τη μοναξιά μας και την απουσία αρωγής των πάντων;
Ε.Ρ.: Είμαστε όντα και μοναχικά και κοινωνικά για τούτο και οι ενέργειές μας είναι και προσωπικές και συλλογικές. Από κει και πέρα σε ό,τι αφορά τη δράση μας, σημαντικό ρόλο παίζουν ο χαρακτήρας και τα πιστεύω μας. Η νεαρή αστυνομικός μου είναι άνθρωπος που δεν ικανοποιείται εύκολα με το προφανές. Είναι άνθρωπος που ψάχνει να μπει στην ουσία των πραγμάτων και άρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Δεν θα έλεγα πως αντιμετωπίζει πρόβλημα έλλειψης εμπιστοσύνης από τους γύρω της αλλά μάλλον μια διάθεση των υπολοίπων να παίρνουν τα πράγματα έτσι όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά. Το «Τι να πάμε να μπλεχτούμε περισσότερο» ή το «Δε με πληρώνουν αρκετά ώστε να ξεσκίζομαι στη δουλειά» είναι ατάκες που ακούγονται συχνά σε εργασιακούς χώρους. Η Μαρία Γεωργίου σέβεται πολύ τον εαυτό της και τη δουλειά της για να έχει μια τέτοια αντιμετώπιση. Βλέπετε η δράση μας, όπως είπα, είναι και θέμα χαρακτήρα και θέμα συνειδητοποίησης. Άλλοι βολεύονται με το φαίνεσθαι, άλλοι επιθυμούν να εμβαθύνουν. Άλλοι ξεπετάνε μια δουλειά να φύγει από πάνω τους, άλλοι δουλεύουν για να έχουν σωστό αποτέλεσμα. Σε ό,τι αφορά λοιπόν την προσωπική μας ολοκλήρωση, είναι η προσωπική και κατά μόνας δουλειά μας που μετράει. Σε ό,τι αφορά το ρόλο μας ως μέλη μιας κοινωνίας, ενός συνόλου, είναι απαραίτητο να συμμετέχουμε σε συλλογικές προσπάθειες, γιατί φυσικά ο καθένας μας μόνος του μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, όλοι μαζί όμως μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερα.
Ευχαριστώ πολύ. Μετά τιμής.
(©Θανάσης Σταυρόπουλος για τα Βιβλιοσημεία)