Περίληψη οπισθόφυλλου:
Μια συναρπαστική ιστορία της Τόνι Μόρισον για τη φυλετική ταυτότητα και τις σχέσεις που μας διαμορφώνουν, για πρώτη φορά σε αυτόνομη έκδοση, με εισαγωγή της πολυβραβευμένης Αγγλίδας συγγραφέως Zadie Smith.
Σε αυτό το διήγημα του 1983 -το μοναδικό που έγραψε η Μόρισον- η Τουάιλα και η Ρομπέρτα γνωρίζονται σε ηλικία οκτώ ετών και περνούν τέσσερις μήνες μαζί στο Ίδρυμα Σεντ Μποναβέντσουρ. Γίνονται αχώριστες φίλες, χάνονται καθώς μεγαλώνουν και ξαναβρίσκονται αργότερα. Παρότι διαφέρουν, οι δύο γυναίκες δεν μπορούν να αρνηθούν τον βαθύ δεσμό που έχει δημιουργηθεί μέσα από τις κοινές τους εμπειρίες.
Η συγγραφέας διαχειρίζεται με αφηγηματική δεινότητα τη φυλετική καταγωγή της Τουάιλα και της Ρομπέρτα. Γνωρίζουμε ότι η μία είναι λευκή και η άλλη είναι μαύρη, αλλά δεν μαθαίνουμε ποτέ ποια είναι ποια... Μια βαθιά και στοχαστική ματιά σε αυτό που μας κρατά ενωμένους αλλά και σε εκείνο που μας απομακρύνει, καθώς και στο πώς οι αντιλήψεις μας διαμορφώνονται όταν δοκιμάζονται από τη σκληρή πραγματικότητα. Το Ρετσιτατίβο είναι ένα δώρο προς τους αναγνώστες σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Η άποψή μου:
«Για να είναι κανείς αναντικατάστατος, πρέπει να είναι πάντα διαφορετικός».
---Coco Chanel, 1883-1971, Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας---
ΡΕΤΣΙΤΑΤΙΒΟ: μορφή μουσικής σύνθεσης περιορισμένης χρονικής διάρκειας, συνηθισμένη στην όπερα, το ορατόριο ή την καντάτα με μορφή διαλόγου ή μονολόγου που προάγει την πλοκή του έργου.
Η Τόνι Μόρρισον αποφασίζει το 1983 να γράψει το μοναδικό της διήγημα και να του δώσει αυτήν την ονομασία. Είναι η σύντομη ιστορία, όπως ο χρόνος που διαρκεί το Ρετσιτατίβο, δύο κοριτσιών, ενός λευκού και ενός μαύρου, της Τουάιλα και της Ρομπέρτα, τις οποίες και γνωρίζουμε σε ηλικία οκτώ ετών, όταν μαζί, με διαφορά λίγων ωρών, μπαίνουν στο Ίδρυμα Σεντ Μποναβέντσουρ στο οποίο και παραμένουν μαζί στον ίδιο κοιτώνα για τέσσερις μόνο μήνες. Θα συναντηθούν ξανά, τυχαία, μετά από χρόνια άλλες τέσσερις φορές. Θα αναπολήσουν καταστάσεις και θα προσπαθήσουν να θυμηθούν συγκεκριμένα γεγονότα αυτών των τεσσάρων κοινών μηνών τους στο ίδρυμα. Τις συνδέει κάτι κοινό από την πρώτη κιόλας στιγμή, δεν είναι ορφανές όπως τα υπόλοιπα παιδιά του ιδρύματος. Αυτό τις κάνει να διαφέρουν στα μάτια των υπολοίπων και τις οδηγεί σε μία σχετική «απομόνωση».
Δεν αποτελεί φυσικά κάτι το πρωτότυπο η ιστορία αυτών των δύο κοριτσιών. Είναι σχεδόν κοινότατη όπως δεκάδες άλλες παρόμοιες. Ωστόσο η Μόρρισον μας στήνει μία παγίδα. Ή μάλλον μας βάζει να συμμετάσχουμε σε ένα κοινωνικό πείραμα. Η μεγάλη αυτή μαστόρισσα του λόγου, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μας αποκαλύπτει ποιο είναι το χρώμα του δέρματος του κάθε κοριτσιού. Τι χρώμα έχει η Τουάιλα; Ποιο είναι της Ρομπέρτα; Μπορεί ένα λευκό κορίτσι να συμπεριφέρεται όπως ένα μαύρο κάτω από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες; Η μητέρα της μίας, όπως διηγείται η ίδια η Τουάιλα, χόρευε συνεχώς, ενώ της Ρομπέρτα ήταν πάντα άρρωστη. Σε μία από τις συναντήσεις τους σε ένα εστιατόριο της εθνικής οδού, η Τουάιλα σερβίρει την σγουρομάλλα Ρομπέρτα που πάει να συναντήσει τον Τζίμι Χέντριξ. Είναι η λευκή Τουάιλα που σερβίρει τη μαύρη Ρομπέρτα, ή το ανάποδο, δηλαδή μία έγχρωμη σερβιτόρα που εξυπηρετεί μία λευκή πελάτη;
Θα μου πείτε, και πολύ σωστά, ότι δε βρίσκετε κάποια διαφορά σε όλα αυτά και πιθανόν ότι μπορεί να γίνεται και πολύ λόγος για κάτι τέτοιο ώστε να αποτελέσει τον κύριο κορμό ενός διηγήματος. Η ουσία όμως είναι ότι όλοι μας, θέλοντας και μη, δημιουργούμε «πρότυπα» μέσα στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε μία περιγραφή. Πρότυπα τα οποία με τη σειρά τους μας οδηγούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Π.χ. «ο νέγρος Τιμ ζούσε στο Μπρόνξ μαζί με τη μητέρα του από το 1925». Ήδη εδώ έχουμε τοποθετήσει τον «Τιμ» πέρα από χωροχρονικά, που όμως μας δίνεται από τον συγγραφέα, και κοινωνικά, και οικονομικά και πιθανόν και σε όλες τις άλλες εκφάνσεις του βίου του. Και αυτό μόνο και μόνο επειδή είναι ένας νέγρος που κατοικεί στο Μπρόνξ.
Η συγγραφέας λοιπόν με αυτό της το τέχνασμα ισοπεδώνει την κρατούσα άποψη που έχουμε για τους ανθρώπους. Δεν την απασχολεί ποιος είναι ποιος. Την απασχολεί τι κάνει και πως συμπεριφέρεται αυτός ο άνθρωπος. Και καθώς στο διήγημα υπάρχει και ένα πρόσωπο κομβικό, η μουγκή Μάγκι, στην οποία συμπεριφέρονται όλοι με την ίδια σκληρότητα, η Μόρρισον μας δείχνει το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων όταν ξεχνούν. Σε μία από τις συναντήσεις τους ξεχνούν το χρώμα της. Ξεχνούν ποια την έσπρωξε και την πέταξε κάτω. Ξεχνούν, όπως ξεχνούν όλοι οι άνθρωποι κάποιον άλλον που θεωρούν υποδεέστερό τους.
Ένα μάθημα λοιπόν είναι αυτό το διήγημα προς όλους μας. Μία κοινωνική ματιά στο μέσα μας κι όχι στο χρώμα μας ή την καταγωγή μας. Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει μία μοναδική εισαγωγή της Αγγλίδας συγγραφέως Zadie Smith και κλείνει με ένα επίμετρο της μεταφράστριας Κατερίνας Σχινά, που ειλικρινά μας έχει χαρίσει μία υπέροχη μετάφραση.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Toni Morrison
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Σελίδες: 104
Ημερ. έκδοσης: 01/06/2023
ISBN: 978-960-484-876-8
Βιογραφικό της συγγραφέως:
H Τoni Morrison γεννήθηκε το 1931 στο Λορέιν του Οχάιο. Εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο Random House, δίδαξε επί πολλά χρόνια αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Howard, Yale και Princeton, και έγραψε διηγήματα, κριτικά δοκίμια και έντεκα μυθιστορήματα, από το «Γαλάζια μάτια» (1970) ως το «God help the child» (2015).
Έχει τιμηθεί με το βραβείο National Book Critics Circle Award και με το βραβείο Pulitzer για το μυθιστόρημά της «Αγαπημένη». Το 1993 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε τον Αύγουστο του 2019 στη Νέα Υόρκη.