Περίληψη οπισθόφυλλου:
Το βιβλίο που κρατάς είναι γραμμένο για σένα και τη σχέση που έχεις με τη μητέρα σου. Μια σχέση θεμελιώδη, ίδια αλλά και τόσο διαφορετική όσο και οι άνθρωποι μεταξύ τους. Περιέχει αληθινές ιστορίες που αγκαλιάζουν σα μαλακό ζυμάρι όλα τα στραβά της -το άγχος, την ανασφάλεια, την επίκριση, την παραμέληση- αλλά και τις πιο συχνές απορίες μας:
- Πόσο η αόρατη κλωστή που μας συνδέει με τη μητέρα μας ορίζει τη ζωή και τους ρόλους μας; Τα έχω καταφέρει τελικά στη ζωή μου;
- Υπάρχει συνταγή για την καλή μητέρα;
- Τι σχέσεις έχω με τα παιδιά μου; Έκανα μια οικογένεια όπως τη φανταζόμουν;
Χωρίς να έχει την πρόθεση διδακτισμού, το βιβλίο είναι πηγή γόνιμου προβληματισμού και λειτουργεί ως πυξίδα στην αναζήτηση του εαυτού και των ρόλων σου. Βιώματα, μνήμες και ξεχασμένες μυρωδιές διαμορφώνουν μια νοσταλγική διάθεση για τη χαμένη μας παιδικότητα, ενώ κυριαρχεί το φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές.
Η άποψή μου:
Μία λέξη ο τίτλος του βιβλίου, δύο συλλαβές τόσο μικρές κι όμως ικανές να χωρέσουν τη σχέση μιας ζωής, συναισθήματα, αναμνήσεις, ατέλειωτα «σ’ αγαπώ» και άλλα τόσα «άσε με!», γεύσεις και μυρωδιές, αγκαλιές και ενοχές.
Η Μαρία Καμπάνταη γράφει ιστορίες βγαλμένες από τις μνήμες τόσο της μάνας, όσο και του παιδιού. Η μάνα, πάντα παρούσα πνευματικά, αλλά όχι απαραίτητα σωματικά. Πόσους ρόλους είχε πριν από αυτόν, τον σπουδαιότερο, νιώθει πολλές φορές, στη ζωή της; Και πόσοι έχουν προστεθεί από τότε, καθώς η ύπαρξή της ολόκληρη είναι συνυφασμένη με ένα πλάσμα, το παιδί της;
Οι μητέρες του βιβλίου περνούν πολλές ώρες στην κουζίνα. Η σχέση μάνας-παιδιού πλάθεται σαν ένα μαλακό ζυμάρι, με συνεχείς πειραματισμούς και αναμίξεις στα υλικά. Κάποιες φορές, όταν η συνταγή είναι φτιαγμένη με εμπιστοσύνη, αποδοχή, ειλικρίνεια, η κουζίνα μοσχοβολά. Άλλες, πάλι, όταν τα υλικά περιπλέκονται και στο ζυμάρι εισβάλλουν απρόσκλητα η ανασφάλεια, η υπερπροστασία, η επίκριση, το φαγητό βγαίνει άνοστο. Πικρίζει και ξινίζει και τότε πόρτες βροντάνε πίσω από εφηβικά χέρια και βαριά λόγια, που γρήγορα μετανιώνεις, ακούγονται.
Υπάρχουν οι μανάδες που δίνουν αδιαπραγμάτευτα, αυτονόητα, ενστικτωδώς. Μητρική αγάπη είναι αυτή, μπαίνει σε καλούπια; Υπακούει σε όρους; Υπάρχουν κι αυτές που αγαπούν με τον δικό τους τρόπο, τον πιεστικό. Που ζητούν άριστους βαθμούς και άψογη συμπεριφορά, καλή δουλειά και τον ιδανικό -για εκείνες- γαμπρό. Αλλιώς η αγάπη (τους), σαν τις συνταγές χωρίς αλάτι, αλλάζει υφή και γεύση: γεμίζει απαιτήσεις, προσδοκίες και αποδοκιμασία. Κι αν δε βγει από τον φούρνο έγκαιρα, αν δε γίνει η διόρθωση στο υλικό που έμεινε έξω, μπορεί στο τέλος να καεί. Να πληγεί ανεπανόρθωτα.
Στο βιβλίο, υπάρχουν και αφηγήσεις παιδιών. Παιδιά δεν είναι πια, αλλά πάντα έτσι θα νιώθουν για τη δική τους μάνα. Μεγαλώνουν και ανακαλύπτουν τον εαυτό τους μακριά από τη φωλιά, αναθεωρούν και αναδιαπραγματεύονται τις σχέσεις τους. Ακόμα και αυτήν, την πρώτη. Ή κυρίως αυτήν. Δοκιμάζουν τη συνταγή του παρελθόντος, στην κουζίνα και στη σχέση τους με το δικό τους παιδί, κι αν δεν τους κάνει, την αλλάζουν. Χωρίς πολλά, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Τέλειωσε ο καιρός που ακολουθούσες τα σίγουρα (στα μάτια σου) βήματα της μητέρας. Τώρα περπατάς μόνος σου κι έχεις δικό σου δρόμο να διαβείς, λάθη να κοιτάξεις κατάματα, χτυπημένα γόνατα να γιατρέψεις, νηπιακά και εφηβικά ξεσπάσματα να αντιμετωπίσεις. Τώρα, αυτός ο ρόλος είναι (ολο)δικός σου. Αλλά αν θες, βοήθεια, αρκεί να το πεις. Η μάνα θα είναι εδώ.
Γιατί «μαμά, είναι ένας χρόνος ολόκληρος. Με όλες τις εποχές του»...
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Μαρία Καμπάνταη
Σελίδες: 218
Ημερ. έκδοσης: 2022
ISBN: 978-960-615-550-5
Η Μαρία Καμπάνταη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δράμα. Αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και μετεκπαιδεύτηκε στη Συστημική Οικογενειακή Θεραπεία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας. Εργάζεται εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ως ψυχολόγος, έχοντας αφετηρία το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Καβάλας και συνεχίζοντας ως τώρα στο Νοσοκομείο της πόλης της. Διήγημά της δημοσιεύτηκε σε συλλογικό έργο των εκδόσεων iwrite με τίτλο «Δράμα, ιστορίες του τόπου μας». Ένα μεσημέρι γυρνώντας από την εργασία της, κατάλαβε ότι η δουλειά της είναι πολλά επαγγέλματα μαζί. Ταμίας σε τράπεζα, όταν οι άνθρωποι, που ακούει καθημερινά, της παραδίδουν το ψυχικό περίσσευμα ή υστέρημά τους να το κλειδώσει στα συρτάρια και τη μνήμη της. Σκηνοθέτης, αφού για να μπορέσει να μπει στη θέση τους, φτιάχνει θεατρικές σκηνές στο μυαλό της με όσα της περιγράφουν. Μαγείρισσα, όταν της ζητούν συνταγές επιτυχίας ή μεταμόρφωσης. Απαντά ότι έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Μεταφράστρια, όταν μετατρέπει τη γλώσσα του συμπτώματος σε καθομιλούμενη. Φωτογράφος, γιατί θυμάται και σκέφτεται με εικόνες κι αυτό κάνει και τη ζωή και τη δουλειά πιο όμορφη. Θα μπορούσε όμως, ίσως, να ήταν και συγγραφέας και ν’ αποτύπωνε σε γραπτό λόγο αυτό που έχει μάθει μέσα από τους ανθρώπους˙ «όσο πιο απλά ζούμε τόσο περισσότερα θαύματα κάνουμε...»