Βιβλιοάποψη: "Ίμενζεε"

---Δημοσίευση: 26/11/2020---
Περίληψη οπισθόφυλλου:
Το Ίμενζεε είναι ένα από τα πρώτα κείμενα του Τ. Στορμ με φανερές ακόμα τις επιδράσεις από το κίνημα του ύστερου ρομαντισμού. Πρόκειται για το έργο που έκανε ευρύτερα γνωστό το όνομα του συγγραφέα τόσο στη χώρα του όσο και στον αγγλόφωνο χώρο. H δομή της νουβέλας, που υιοθετεί λυρικά χαρακτηριστικά, και ο πυκνός συμβολισμός που διατρέχει τις εικόνες της ιστορίας τοποθετούν το έργο στα εξέχοντα δείγματα του λεγόμενου ποιητικού ρεαλισμού. Η αναπόληση της νιότης κι ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας σχολιάζει τον τρόπο που η γερμανική κοινωνία αλλάζει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ο τρόπος που το επιτυγχάνει τον τοποθετούν στους συνεχιστές της παράδοσης του Γκαίτε, λίγο πριν την εμφάνιση του Τόμας Μαν, ο οποίος εμπνέεται από εδώ το δικό του Τόνιο Κρέγκερ.


Η άποψή μου:
(γράφει ο Ξενοφών Φύτρος)
«Ο ήλιος στεκόταν ακριβώς από πάνω τους· η ζέστη του μεσημεριού έκαιγε· μικρές, χρυσόλαμπες, κατάμαυρες μύγες αιωρούνταν ακίνητες χτυπώντας τα φτερά τους· γύρω τους βούιζε ένα ψιλό μουρμουρητό, και κάπου κάπου άκουγες βαθιά στο δάσος τις σφυριές του δρυοκολάπτη και το στρίγγλισμα των άλλων πουλιών του δάσους».

Δε χρειάζεται να διαβάσεις πολλά αποσπάσματα από τη νουβέλα του Τέοντορ Στορμ (Theodor Storm, 1817-1888) με τίτλο «Ίμενζεε», για να αντιληφθείς τις εμφανείς επιρροές του Γερμανού συγγραφέα από το κυρίαρχο -γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα- κίνημα του ρομαντισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Άλλωστε ο Στορμ είναι τριάντα ενός ετών όταν γράφει τη νουβέλα του το 1848· ακόμη νέος για να παραμένει ευάλωτος στα βέλη του θεού έρωτα, αλλά και αρκετά ώριμος για να έχει γευτεί ίσως μια ερωτική απογοήτευση, όπως αυτή που επιφυλάσσει στον ήρωά του Ράινχαρντ Βέρνερ.

Στο έργο του ο συγγραφέας δεν περιγράφει απλά έναν ρομαντικό περίπατο «σ’ ένα καταπράσινο δάσος με οξιές», όπου «όλα εδώ ήταν φωτεινά και πράσινα». Γιατί ούτε ο περίπατος που λέγεται ζωή δεν είναι πάντα έτσι, και αυτό το διαπιστώνουν από πρώτο χέρι ο Ράινχαρντ και η Ελίζαμπεθ, το κορίτσι με το κόκκινο μεταξωτό μαντίλι στο λαιμό. Οι παιδικοί όρκοι για αιώνια αγάπη και η αφελής βεβαιότητα, «θα είσαι η γυναίκα μου πια», σκοντάφτουν στην πραγματικότητα. Τα παιδιά μεγαλώνουν, γίνονται έφηβοι. Ο Ράινχαρντ φεύγει από την πόλη για να σπουδάσει, η Ελίζαμπεθ μένει πίσω. Η μαγική κλωστή -που τους ενώνει- σπάει με τον ίδιο ξαφνικό και αμετάκλητο τρόπο, που πεθαίνει ο σπίνος στο κλουβί του. Στη θέση του, ένα άλλο πουλί προσφέρεται στην Ελίζαμπεθ ως δώρο· μια καρδερίνα. Μόνο που το νέο πτηνό δε δωρίζεται από τον Ράινχαρντ όπως το προηγούμενο, αλλά από τον καλό του φίλο Έριχ, που έχει να κάνει κι ακόμη ένα, πιο πολύτιμο δώρο στη νεαρή κοπέλα: το κτήμα που κληρονομεί στο Ίμενζεε.

Ο συγγραφέας επιλέγει να ονομάσει τη νουβέλα του από το όνομα του κτήματος και ο αναγνώστης δεν αργεί να αντιληφθεί το λόγο· όπως αντιλαμβάνεται και με ποια κριτήρια επιλέγει η μητέρα της Ελίζαμπεθ τον άντρα που θα παντρευτεί η κόρη της. «(Στο κτήμα του ‘Ιμενζεε) στο χωράφι, στους αμπελώνες, στους κήπους με τους λυκίσκους, στο αποστακτήριο, όλα ήταν σωστά οργανωμένα. Οι άνθρωποι που δούλευαν στα χωράφια και στους λέβητες έδειχναν υγιείς και ευχαριστημένοι». Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που η Ελίζαμπεθ κοιτά τον σύζυγό της Έριχ με αδερφικό βλέμμα και παρατηρεί: «Είσαι τόσο καλός». Την ίδια ώρα, ο Ράινχαρντ «είχε συλλέξει εδώ και χρόνια στίχους και λαϊκά τραγούδια, όπου κατάφερνε να τα βρει, κι επιχειρούσε τώρα να βάλει σε μια τάξη τον θησαυρό του».

Ο Στορμ αντιπαραθέτει στα μάτια όλων -της Ελίζαμπεθ, της μητέρας της, του αναγνώστη- τον επιχειρηματία με τον ποιητή, τον πρακτικό με τον ονειροπόλο, τον επισκέπτη που βουτάει στη σκοτεινή λίμνη με τους μίσχους και τα καλάμια για να δει «το νούφαρο με τα ασημένια φύλλα», με τον οικοδεσπότη που σχολιάζει πως «αυτό δε βγάζει απολύτως κανένα νόημα, τι στην ευχή το ήθελες το νούφαρο;»· τον συζυγικό βίο με τον πλατωνικό έρωτα: «Γνωριζόμασταν από κάποτε, μα πάει πολύς καιρός από τότε»...

Οι επιλογές των ανθρώπων σφραγίζουν τη μοίρα τους και ο αταίριαστος γάμος σφραγίζει τη μοίρα των ηρώων· αλλά όχι με την ίδια κατάληξη για όλους. Η μητέρα της Ελίζαμπεθ είναι το πρόσωπο πίσω από το δράμα. Όχι τυχαία ίσως, ο συγγραφέας την εμφανίζει στην πόρτα κρατώντας στο χέρι ένα καλαθάκι με κλειδιά· του σπιτιού, του γάμου, της ευτυχίας (;) της κόρης της. Ο Έριχ είναι ευτυχισμένος, «μου έπεσε κι ο πρώτος λαχνός από τότε, όπως θα ξέρεις», ομολογεί στο φίλο του. Η Ελίζαμπεθ αντίθετα δεν είναι, και το σατυρικό τραγουδάκι που διαβάζει ο Ράινχαρντ, την κάνει να το βάλει στα πόδια: «Της μάνας μου ήτανε βουλή· άλλονε να ‘χω παντρευτεί... Είχα τιμή, είχα χαρά· και πήρα πόνο για παρά». Ο Ράινχαρντ το βάζει κι αυτός στα πόδια, φεύγει από το Ίμενζεε. Η μοίρα έκανε τις επιλογές της και τον άφησε έξω από τη ζωή της Ελίζαμπεθ. «Δε θα γυρίσεις, το ξέρω», τον ρωτάει-προκαλεί εκείνη, παρακαλώντας τον να τη διαψεύσει. «Ποτέ», της απαντάει εκείνος και προχωρά μπροστά με βιάση, εκεί που «ανοιγόταν μεγάλος και μακρύς ο δρόμος».

Ο ηλικιωμένος Ράινχαρντ, που ανοίγει και κλείνει με την εμφάνισή του τη νουβέλα, έχει πια φτάσει στο τέλος του δρόμου. Χωρίς την Ελίζαμπεθ, ή κάποια που να την έχει αντικαταστήσει, ζει σε ένα δωμάτιο «που πιο πολύ έμοιαζε με ένα μυστικό ησυχαστήριο». Η φωτογραφία της κοπέλας, μέσα σε μια λιτή μαύρη κορνίζα, είναι ακόμα μπροστά στα μάτια του, όπως το λευκό νούφαρο παραμένει ακόμα στη μνήμη του. Κι όμως, η μοίρα τους ίσως να ήταν προδιαγεγραμμένη· από πολύ νωρίς κιόλας. Ο δεκάχρονος Ράινχαρντ, που προκαλούσε την πεντάχρονη Ελίζαμπεθ να τον ακολουθήσει μέχρι την Ινδία για να δουν τα λιοντάρια, το είχε από τότε συνειδητοποιήσει: «Τίποτα απ’ αυτά δεν θα γίνει· δεν έχεις το κουράγιο».

Όχι, δεν το είχε. Και η νουβέλα του Στορμ δεν είναι ένα ρομαντικό ποίημα, αλλά μια άξια επική αδερφή της τραγωδίας, όπως εύστοχα χαρακτηρίζεται η νουβέλα στην εισαγωγή του κ. Γιώργου Γιανναράκου.


Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Τέοντορ Στρομ
Μετάφραση: Ηλίας Τριανταφύλλου
Σελίδες: 88 / Διαστάσεις: 12,5Χ17
Ημερ. έκδοσης: Οκτώβριος 2020
ISBN: 978-618-5413-06-4


Βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Τέοντορ Στορμ γεννήθηκε το 1817 στο Χούσουμ, στο σημερινό γερμανικό κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χολστάιν, που τότε τελούσε υπό την κατοχή της Δανίας. Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ μετά το 1864 διατέλεσε και ειρηνοδίκης στη γενέτειρά του, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Έγραψε και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα ήδη στην περίοδο της εφηβείας, επηρεασμένος από το κίνημα του ρομαντισμού. Συνδέθηκε φιλικά με τον Ιβάν Τουργκένιεφ, με τον οποίο αντάλλασσαν επιστολές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το έργο του περιλαμβάνει πλήθος ποιήματα, νουβέλες, ακόμα και παραμύθια. Tο λιτό ύφος στη γραφή και η υπαινικτική προσέγγιση στο συναίσθημα τον κατατάσσουν -μαζί με τον Τόμας Μαν, τον Τέοντορ Φοντάνε και τον Γκότφριντ Κέλερ- στους επιφανέστερους εκπροσώπους του λεγόμενου αστικού (ή ποιητικού) ρεαλισμού. Το διασημότερο έργο του "DerSchimmelreiter" ("Ο καβαλάρης με το άσπρο άλογο") έμελλε να είναι και το τελευταίο του, το 1888. Πολλά από τα βιβλία του αποτέλεσαν βάση για επιτυχημένες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στην Γερμα­νία μέχρι και πρόσφατα.
Μοιράσου το άρθρο: :
 
Copyright © 2017-2024. ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΕΙΑ - All Rights Reserved
Created by Vivliosimeia | Published by Vivliosimeia |
Proudly powered by Vivliosimeia.blogspot.gr