Περίληψη οπισθόφυλλου:
Τρεις Αγγλοαμερικανοί, τους οποίους η κακοτυχία έχει καθηλώσει στην ακτή της Παπεετέ, στην Ταϊτή, ξεκινούν για μια παράξενη περιπέτεια πάνω σ’ ένα καράβι που πέφτει απροσδόκητα στα χέρια τους... Ανακαλύπτουν ένα παρθένο νησί, συναντούν τον αδίστακτο λευκό «βασιλιά» του και ξεσπά ανάμεσά τους θανάσιμος αγώνας για την απόκτηση ενός θησαυρού από μαργαριτάρια.
Οι Τυχοδιώκτες, «μια τρομερή και σκοτεινή ιστορία» όπως χαρακτηρίζει το έργο του ο ίδιος ο συγγραφέας, εκτυλίσσεται με φόντο την Πολυνησία και τον Ειρηνικό ωκεανό: αποτυπώνει με θαυμαστό -και, μερικές φορές, κυνικό- τρόπο τις περιπέτειες, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις των τολμηρών Ευρωπαίων που, στα τέλη του 19ου αιώνα, άφηναν για ποικίλους λόγους τις πατρίδες τους, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στις Νότιες Θάλασσες.
Ο Στήβενσον, διερευνώντας με διεισδυτική ματιά την ανθρώπινη συμπεριφορά κάτω από διαφορετικές και αντίξοες φυσικές συνθήκες, δίνει εξαιρετικά ψυχογραφήματα των ηρώων του, σκιαγραφεί αδρούς χαρακτήρες και μας προσφέρει μια ιστορία με πλούσια, νευρώδη πλοκή.
Η άποψή μου:
(γράφει η Μαριάννα Φλέσσα)
Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (1850-1894) δεν είναι ένας άγνωστος συγγραφέας. Οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει στα παιδικά μας χρόνια «Το νησί των θησαυρών», στην εφηβεία μας ή την περίοδο που πειραματιστήκαμε με τα θρίλερ διαβάσαμε ή είδαμε κάποια κινηματογραφική εκδοχή του «Δόκτωρος Τζέκυλ και κυρίου Χάιντ». Πολλοί θεωρούμε τα βιβλία του ως παιδικά και δυστυχώς διαβάσαμε διασκευές και περιλήψεις τους που τους αφαίρεσαν ένα σημαντικό τμήμα από την ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στην πλοκή, την περιπέτεια και στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Οι εκδόσεις Printa φέρνουν στα χέρια μας τους «Τυχοδιώκτες» που είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα που γράφει ο συγγραφέας και συνεπώς μπορούμε να το θεωρήσουμε ως έργο της συγγραφικής του ωριμότητας.
Τίποτα δεν προδιέθετε ότι ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, που γεννήθηκε στο Εδιμβούργο το 1850, θα γινόταν συγγραφέας. Η οικογένειά του, ήταν οικογένεια μηχανικών που εξειδικεύτηκε να κτίζει φάρους. Το μεγαλύτερο ποσοστό φάρων που ακόμα και σήμερα υπάρχουν γύρω από το νησί της Βρετανίας, κτίστηκε από τον πατέρα του και τους αδερφούς του (που ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους). Το ίδιο αναμενόταν ότι θα έπραττε και ο συγγραφέας αλλά καθώς ήταν φιλάσθενος, περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας και γράφοντας από νεαρή ηλικία. Όταν έφτασε η ηλικία να σπουδάσει, όχι μόνο δεν εγγράφεται στους μηχανικούς αλλά απορρίπτει κάθε προσπάθεια να παρακολουθήσει κάποια σχολή και ζει μία μποέμικη ζωή. Γνωρίζει ανθρώπους οι οποίοι στηρίζουν τις συγγραφικές του ανησυχίες και πολύ σύντομα ρίχνεται σε περιπέτειες και ταξίδια που θα τον γεμίσουν έμπνευση για τα μελλοντικά του έργα. Παντρεύεται μία γυναίκα διαζευγμένη, την οποία η οικογένειά του δεν εγκρίνει και δε σταματάει να ταξιδεύει παρά την κλονισμένη υγεία του. Γράφει ασταμάτητα και τα έργα του αρχίζουν κι έχουν απήχηση και διαβάζονται μανιωδώς. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή στους τόπους που περισσότερο τον ενέπνευσαν και όπου τοποθέτησε την εξέλιξη πολλών μυθιστορημάτων του: στη Σαμόα, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού και σε ηλικία μόλις 44 ετών.
Στο μυθιστόρημα περιπέτειας «οι Τυχοδιώκτες», τρεις Αγγλοαμερικανοί άντρες, που η μοίρα τους έχει ξεβράσει σε μια ξεχασμένη παραλία της Ταϊτής, το Παπεέτε, ζουν μέσα στη φτώχεια και την απόγνωση. Οι ελπίδες τους να αποδράσουν είναι ελάχιστες και μέρα με τη μέρα βυθίζονται στην απελπισία. Άστεγοι, στην ουσία, οι μουσώνες των νοτίων κλιμάτων τούς χτυπούν ανελέητα ενώ στις ατυχίες τους έρχεται να προστεθεί η γρίπη που μαστίζει το νησί με αναρίθμητα θύματα από τον ντόπιο πληθυσμό. Η απόγνωσή τους έχει φτάσει στο απόγειο και ίσως η μόνη λύση που τους απομένει, είναι μια βουτιά χωρίς επιστροφή στον ωκεανό. Όμως, η τύχη τους χαμογελά, όταν ένα, από τα δεμένα στο λιμάνι, καράβι βρίσκεται χωρίς καπετάνιο και πλοηγό εξαιτίας μιας επιδημίας ευλογιάς και οι τρεις άντρες είναι οι μόνοι που έχουν την ικανότητα να οδηγήσουν το πλοίο πίσω στο λιμάνι του, το Σίδνεϊ. Είναι μια απίστευτη ευκαιρία που τους δίνεται και οι ελπίδες τους αναζωπυρώνονται. Ο Ντέιβις, ο Χούις και ο Χέρρικ ρίχνονται σε μια καινούργια περιπέτεια. Η άστατη θάλασσα κατά το ταξίδι τους, τους φέρνει και προσδένουν σε μια ατόλη, σε αχαρτογράφητα νερά. Εκεί με έκπληξη διαπιστώνουν ότι κύριος και αφέντης τους νησιού είναι ένας Ευρωπαίος, ο Αττγουότερ,ο οποίος πολύ γρήγορα γίνεται ο τέταρτος της παρέας τους και τους αποκαλύπτει το θησαυρό που κατόρθωσε να συγκεντρώσει. Μια μεγάλη ποσότητα μαργαριταριών, έναν αμύθητο θησαυρό. Οι τυχοδιώκτες γρήγορα καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι το εισιτήριό τους για μία καλύτερη ζωή. Τα πάντα θα άλλαζαν και θα γίνονταν πολύ διαφορετικά αν κατάφερναν να αποσπάσουν τα απίστευτα αυτά πλούτη για τον εαυτό τους. Αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα έχουν σχεδιάσει. Όλα ανατρέπονται, λες κι ο ίδιος ο διάβολος να προστάτευε τον Αττγουότερ και τον θησαυρό του. Ένας ανελέητος αγώνας ξεκινάει για την απόκτησή του. Μια περιπέτεια πραγματική με μη αναμενόμενες ανατροπές.
Ο Στήβενσον γράφει μία περιπέτεια που ικανοποιεί κάθε μικρό και μεγάλο αναγνώστη που αγαπάει τα βιβλία περιπέτειας. Η αφήγηση εξελίσσεται πολύ ομαλά χωρίς σκοτεινά σημεία και ανεξήγητα άλματα. Όλα όσα εξιστορούνται είναι πιθανά και ικανά να συμβούν στον τολμηρό τυχοδιώκτη που θα αποφασίσει να αναζητήσει την τύχη του στους Τροπικούς. Αλλά μόνο εκεί. Η γλώσσα του είναι λιτή, περιγραφική ίσως και λίγο λυρική όπως αρμόζει σε συγγραφέα του 19ου αιώνα.
Οι χαρακτήρες του Στήβενσον είναι μία ιδιαίτερη πτυχή των μυθιστορημάτων του. Πολλές φορές η πλοκή επισκιάζει τους ήρωές του και φυσικά στις διασκευές των έργων του που διαβάσαμε όταν ήμασταν παιδιά, οι χαρακτήρες απλοποιούνται εντελώς. Χάνουν το βάθος τους και φυσικά ο αναγνώστης δεν αντιλαμβάνεται την αξία του έργου του σε αυτό το επίπεδο. Στο μυθιστόρημα «Οι Τυχοδιώκτες» για ακόμη μία φορά εγείρεται το ερώτημα της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Της ζωής των ιθαγενών που εκμεταλλεύεται ο Αττγουότερ. Ποια είναι η αξία της ζωής του ίδιου του σκληρόκαρδου εκμεταλλευτή τους, του Αττγουότερ. Αναζητούνται απαντήσεις σε ερωτήματα για το κατά πόσο η ζωή είναι δίκαιη και ίση για όλους. Οι τρεις φίλοι αναρωτιούνται συχνά αν αξίζουν την εύνοια ή την απαξίωση της τύχης και αν κάποια θεία δύναμη ή ο σατανάς τους εκδικείται για τις ανόσιες πρότερες πράξεις τους. Η αιώνια μάχη του καλού με το κακό.
Οι Τυχοδιώκτες με γύρισαν πίσω στο χρόνο τότε που παιδί ταξίδευα με καράβια πειρατών σε τυρκουάζ νερά και αναζητούσα χαμένους αμύθητους θησαυρούς. Ταυτόχρονα το ψυχογράφημα των ηρώων του με προσγείωσε στην ρεαλιστική πραγματικότητα των ενηλίκων. Η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα στον τρόπο που αποφασίζουν να δράσουν οι ήρωές του κάνει την ιστορία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Είναι η ακμή της συγγραφικής ικανότητας του Στήβενσον και στις σελίδες του βιβλίου του εξετάζονται θέματα που αργότερα θα προβληματίσουν κατά κόρον την ανθρώπινη κοινωνία: η δουλεία, ο ρατσισμός, η σύγκρουση του παραδοσιακού με το μοντέρνο, η αποικιοκρατία.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Σειρά: Οι κλασικοί
Συγγραφέας: R.L. Stevenson
Σελίδες: 328
Ημερ. έκδοσης: Νοέμβριος 2004
ISBN: 978-960-7408-11-2
Βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (Robert Louis Stevenson) γεννήθηκε στο Εδιμβούργο στις 13 Νοεμβρίου του 1850. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια αυστηρών αρχών και σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Αργότερα τελείωσε και τη Νομική Σχολή, αλλά σύντομα τον κέρδισε η λογοτεχνία -απαρνήθηκε τον καλβινισμό της αστικής του οικογένειας και ακολούθησε τη ζωή των μποέμ. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, επιστολές ταξιδιωτικά και παιδικά βιβλία. Σ' όλη του τη ζωή ταξίδευε -συχνά για λόγους υγείας- για να καταλήξει τελικά στους Τροπικούς, στη Σαμόα, όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Οι ιθαγενείς τον λάτρευαν και τον αποκαλούσαν Tusitala (ο παραμυθάς). "Το νησί των θησαυρών" (1883) ξεκίνησε σαν απλός χάρτης που θα μπορούσε να διασκεδάσει τα παιδιά. Άλλα γνωστά έργα του είναι: "Η παράξενη ιστορία του Δόκτορα Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ" (1886), "Η απαγωγή" (1886) και "Ο αφέντης του Μπάλαντρε" (1889). Πέθανε ξαφνικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1894, στο ζενίθ της δημιουργικής του πορείας.