Περίληψη οπισθόφυλλου:
Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς.
Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Zοζέ Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ' έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ' απογίνουν τα κατοικίδια; Oι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα;
Και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;
Η άποψή μου:
(γράφει ο Ξενοφών Φύτρος)
«Ο φόβος τυφλώνει, είπε η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά, Αυτή είναι η σωστή κουβέντα, ήμασταν ήδη τυφλοί τη στιγμή που τυφλωθήκαμε, ο φόβος μάς τύφλωσε, ο φόβος θα μας κρατήσει τυφλούς».
Αν νομίζουμε ότι ζήσαμε κάτι απάνθρωπο και εφιαλτικό στην πρόσφατη καραντίνα, ας το ξανασκεφτούμε. Αν νομίζουμε ότι έχουμε γνωρίσει, είτε από κοντά είτε από μακριά, την εξαχρείωση του ανθρώπου, ας μην στοιχηματίζουμε.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου, Πορτογάλος Νομπελίστας συγγραφέας (1922-2010), ζωντανεύει στο μυθιστόρημά του έναν εφιαλτικό κόσμο, μία πόλη, μία χώρα -ή ίσως ολόκληρο τον πλανήτη;- όπου το σύνολο του ανθρώπινου πληθυσμού χάνει την όρασή του. Με πρώτο θύμα τον οδηγό ενός οχήματος στη μέση του δρόμου, στη συνέχεια τη γυναίκα του, τον άγνωστο που κλέβει το αυτοκίνητό του, αλλά και έναν οφθαλμίατρο, που αφού αναρωτιέται γιατί τυφλώνονται οι ασθενείς του, τυφλώνεται και ο ίδιος. Μοναδική εξαίρεση η γυναίκα του οφθαλμίατρου, που μένει απρόσβλητη από την ασθένεια! Τυχερή ή μήπως άτυχη; Γιατί αυτά που μόνο εκείνη βλέπει, την κάνουν να εύχεται να είχε τυφλωθεί όπως και οι υπόλοιποι...
Η συγγραφική δεινότητα του Σαραμάγκου σε ελκύει και σε απωθεί ταυτόχρονα. Η διορατική ματιά του σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, από τα υψηλά ιδανικά του αλτρουισμού και της συμπόνιας, μέχρι την κτηνώδη επιβολή της ισχύος και της εκμετάλλευσης, αποδίδονται χωρίς τακτ και εξωραϊσμούς. Οι λεπτομερείς περιγραφές των ταπεινότερων ανθρωπίνων ενστίκτων, αλλά και αυτής καθ’ αυτής της μάχης για την επιβίωση, ακόμα και στη λογική «ο θάνατός σου, η ζωή μου», συχνά σοκάρουν. Η ιστορία του, αν και απόλυτα αληθοφανής, είναι ξεκάθαρα αλληγορική. Ο συγγραφέας εξερευνά τις δομές της κοινωνίας και πώς αυτές μπορούν να καταρρεύσουν μέσα σε μερικές εβδομάδες ή μήνες· ακόμα και τα μέτρα απαγόρευσης και καταστολής αποδεικνύονται ανίκανα να διατηρήσουν μια κάποια έννομη τάξη. Η συνέχεια μοιραία είναι αναπόφευκτη: χάος και νόμος της ζούγκλας.
Το «Περί Τυφλότητας» προσφέρεται για αναγνωστική απόλαυση. Παρ'όλη την «απέχθεια» του συγγραφέα για τις τελείες (σχεδόν σε όλο το κείμενο απουσιάζουν· οι φράσεις ρίχνονται η μία πίσω από την άλλη, είτε πρόκειται για αφήγηση είτε για διαλόγους) το κείμενο ρέει αβίαστα. Οι χαρακτήρες είναι προσιτοί και αντίστοιχα συμπαθείς ή αντιπαθείς, αν και δε μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματά τους (π.χ. "η κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά", "η γυναίκα του πρώτου τυφλού", "το αγόρι με τον στραβισμό", "η γριά του κάτω ορόφου" κλπ)!
Το τέλος του μυθιστορήματος αφήνει στον αναγνώστη ένα γλυκόπικρο σοκ, αντίστοιχο ίσως με το συμπέρασμα της διεισδυτικής ματιάς του Σαραμάγκου στον άνθρωπο και την κοινωνία που έχει δημιουργήσει: υπάρχει το φως· υπάρχει και το σκοτάδι. Υπάρχει ο φόβος· υπάρχει και η ελπίδα. Και αντίστροφα.
Φράση που μου έμεινε: «Αν δεν μπορούμε να ζήσουμε εντελώς σαν άνθρωποι, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη ζήσουμε εντελώς σαν ζώα».
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Σειρά: Ξένη λογοτεχνία / Συγγραφείς απ'όλο τον κόσμο
Συγγραφέας: Ζοζέ Σαραμάγκου
Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά
Σελίδες: 384
Ημερ. έκδοσης: 13 Δεκεμβρίου 2013 (επανέκδοση 2020)
ISBN: 978-960-03-5671-7
Βιογραφικό του συγγραφέα:
Γιος κι εγγονός ακτημόνων αγροτών, ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε στο χωριό Αζινιάγκα, στην επαρχία Ριμπατέζου, στις 16 Νοεμβρίου του 1922. Παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γενική και τεχνική), την οποία όμως, για οικονομικούς λόγους, δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Η πρώτη του δουλειά ήταν σιδηρουργός, ενώ κατόπιν άσκησε διάφορα επαγγέλματα: σχεδιαστής, υπάλληλος υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, μεταφραστής, εκδότης, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα (Γη της αμαρτίας), το 1947, ενώ ακολούθησε μεγάλο διάστημα χωρίς άλλες δημοσιεύσεις, ως το 1966. Εργάστηκε για δώδεκα χρόνια σε εκδοτικό οίκο, στη λογοτεχνική διεύθυνση και τη διεύθυνση παραγωγής. Το 1972 και 1973 συμμετείχε στη σύνταξη της εφημερίδας Diário de Lisboa, όπου υπήρξε πολιτικός σχολιαστής, ενώ ταυτόχρονα συντόνιζε για ένα χρόνο το πολιτιστικό ένθετο της ίδιας εφημερίδας. Έλαβε μέρος στην πρώτη διεύθυνση της Πορτογαλικής Ένωσης Συγγραφέων και υπήρξε πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης της Πορτογαλικής Κοινωνίας Συγγραφέων την περίοδο 1987-1994. Από το Φεβρουάριο του 1993, εκνευρισμένος με την Εκκλησία της Πορτογαλίας, εγκατέλειψε την πατρίδα του και αποφάσισε να ζει στο νησί Λανθαρότε, του αρχιπελάγους των Καναρίων, στην Ισπανία. Το 1998 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Πέθανε το 2010.