Περίληψη οπισθόφυλλου:
Ένας μικρόκοσμος γεμάτος ανέμελα παιδιά και γονείς βυθισμένους σε έγνοιες αποτυπώνεται στον καμβά της εφτάχρονης δικτατορίας. Πάνω του απεικονίζεται η φαινομενικά αμέριμνη ζωή των ηρώων, στην οποία κυριαρχεί η αυθεντικότητα, η τρυφερότητα αλλά και η αφέλεια, το κουτσομπολιό και η φαιδρή, σχολική διαπαιδαγώγηση. Οι ήρωες είναι μια παρέα παιδιών που σκαρώνει φάρσες, στήνει ομηρικούς καυγάδες, δημιουργεί φιλίες ζωής και ονειρεύεται το μέλλον, προσπαθώντας να κατανοήσει τον συχνά παράλογο κόσμο των μεγάλων.
Ο άγουρος έρωτας του ευαίσθητου Γιωργή για την όμορφη Ναυσικά, οι επιστήθιοι φίλοι του, ο εθνικόφρων διευθυντής, ο ανέμπνευστος δάσκαλος, ο θυμόσοφος γέρο-νησιώτης και οι δημοκρατικοί ενήλικες, που αντιστέκονται στο σκοτάδι της εποχής, είναι κάποιοι από τους χαρακτήρες που δίνονται με πολλή συγκίνηση αλλά και άφθονο χιούμορ.
Το βιβλίο αυτό ξυπνά, με τρόπο γλυκό και τρυφερό, νοσταλγικές αναμνήσεις στους μεγαλύτερους και προσφέρει στα νέα παιδιά ζωντανές εικόνες μιας γνήσιας αλλά αντιφατικής εποχής. Ο συγγραφέας με τη μεστή, αισθαντική και ενίοτε καυστική γραφή του αποτυπώνει μια γενιά ανεπανάληπτης παιδικής αθωότητας σε ένα ζοφερό πολιτικό περιβάλλον.
Η άποψή μου:
(γράφει ο Θανάσης Σταυρόπουλος)
«Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας».
Δημήτριος Καμπούρογλου, 1852-1942, λογοτέχνης
Βασισμένος στα λόγια του σπουδαίου Δημητρίου Καμπούρογλου, ο συγγραφέας αυτού εδώ του βιβλίου, δεν ξεχνά. Απεναντίας, θυμάται. Και θυμάται με γραφή εξαιρετικά διασκεδαστική -αν και αιχμηρή, ομολογώ. Ένας «κόσμος» που αρκετοί από εμάς ζήσαμε, βιώσαμε, «κολυμπήσαμε» μέσα του, με τις αφόρητες δυσκολίες εκείνης της καθημερινότητας, που -αν σήμερα μας γοητεύει η ανάμνησή της- εκείνη την εποχή ήταν για πολλούς συμπολίτες μας καθημερινός αγώνας που δεν είχε πολλές φορές τελειωμό.
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης μάς ξετυλίγει τον κόσμο της Επταετίας, μέσα από τα μάτια ενός μικρού αγοριού, του Γιωργή. Χώρος η επαρχιακή Ελλάδα και συγκεκριμένα μια μικρή πόλη χωμένη πια κάπου στις μνήμες του συγγραφέα, αλλά σίγουρα αναγνωρίσιμη και στις μνήμες τις δικές μας. Η σκληρότερη περίοδος της Μετεμφυλιακής ιστορίας του τόπου μας, ξετυλίγεται ανώδυνα λες από τη μια, αλλά τόσο ξεκάθαρα σκιαγραφημένη από την άλλη. Άνθρωποι που όλοι συναναστραφήκαμε, συναντήσαμε, ζήσαμε πλάι τους μέσα στον στενότερο ή ευρύτερο κύκλο των οικογενειών μας, ακούσαμε λόγια να λέγονται για αυτούς σε παρέες, διαβάσαμε για αυτούς και ομοίους τους σε εφημερίδες και περιοδικά του τότε και του τώρα, περνούν και σταματάνε μπροστά μας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και μας κλείνουν το μάτι. Στέκονται για όσο κρατάει η ανάγνωση και μας ρωτούν, άλλοτε με αφέλεια, άλλοτε με σκοπιμότητα: «Με θυμάσαι; Θυμάσαι τότε που... ήσουν κι εσύ εκεί, αγαπημένε αναγνώστη; Κι αν δεν ήσουν... ήξερες. Κι αν δεν ήξερες... όφειλες να γνωρίζεις. Είτε τα έζησες, είτε τα διάβασες εκ των υστέρων σε βιβλία και τα άκουσες σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικές εκπομπές. Μη μας ξεχνάς λοιπόν. Μη μας ξεχάσεις λοιπόν. Ποτέ!».
Ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου του, πιστεύω, ότι αυτό το νόημα έχει. Όπως η αφέλεια, η αθωότητα ενός πιτσιρικά, στο αντιγύρισμα ενός λόγου θα πει δυνατά: «Στα μούτρα σου!», έτσι κι ο συγγραφέας με την ίδια αθωότητα που πηγάζει όμως από τη γνώση των πραγμάτων και των καταστάσεων πια που έχει βιώσει ο ίδιος και γενικότερα η Ελληνική κοινωνία, γυρίζει και φωνάζει σε αυτούς που δημιούργησαν, σιώπησαν, ανέχθηκαν, ενεπλάκησαν και κυρίως σε αυτούς που σήμερα νοστάλγησαν την περίοδο εκείνη: «Στα μούτρα σας!». Στα μούτρα σας και η Επταετία, στα μούτρα σας και οι διωγμοί με τις συλλήψεις, στα μούτρα σας και ο τρόμος και ο φόβος των ανθρώπων. Και κυρίως, στα μούτρα σας η επιθυμία και η νοσταλγία σας για όλα αυτά. Και αυτό το «Στα μούτρα σου!» το βροντοφωνάζει αγνά, ήρεμα και πρωτίστως εν πλήρει συνειδήσει μέσα από το στόμα ενός μικρού αγοριού. Του Γιωργή του.
Εν κατακλείδι, αυτό είναι για εμένα η βασικότερη και σπουδαιότερη απόρροια του κειμένου. Η μνήμη, ή μάλλον, η μη λήθη. Δε θα μιλήσω για το λογοτεχνικό ύφος, τη γραφή και όλα όσα συνεπάγονται από αυτή, του Μιχάλη Κατσιμπάρδη. Όσοι έχουν διαβάσει κείμενά του, γνωρίζουν. Όσοι δεν έχουν, απλώς χάνουν έναν σπουδαίο «μάστορα» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Μιχάλης Κατσιμπάρδης
Σελίδες: 318 / Διαστάσεις: 14x20,5 cm
Ημερ. έκδοσης: Μάρτιος 2019
ISBN: 978-960-642-000-9
Βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε στο Άργος και ζει στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος και διδάσκει εδώ και πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ για μια δεκαετία εργαζόταν στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Έχει συγγράψει βιβλία με θέμα τη διδακτική της νεοελληνικής γλώσσας και μια σειρά άρθρων με αντίστοιχο περιεχόμενο. Έχει, επίσης, γράψει σενάρια για ντοκιμαντέρ καθώς και για την Εκπαιδευτική Τηλεόραση. Από την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορεί επίσης, το βιβλίο-ντοκουμέντο «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» (2018).