Τα Βιβλιοσημεία φιλοξενούν τον Βαγγέλη Γιαννίση!
Ο συγγραφέας παραχώρησε μια συνέντευξη στη συντάκτριά μας, Γιώτα Βασιλείου, σε συνδυασμό με την άποψή της για όλα τα μυθιστορήματά του, που η ίδια έχει διαβάσει και τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Η αστυνομική λογοτεχνία είναι το αγαπημένο μου είδος. Αυτό είναι σαφές και γνωστό. Την τελευταία διετία όμως, με χαρά διαπιστώνω ότι στην εκτίμησή μου, κερδίζει έδαφος η ΕΛΛΗΝΙΚΗ αστυνομική λογοτεχνία. Ο συμπατριώτης συγγραφέας που γνώρισα μόλις προσφάτως μέσα από τα βιβλία του, είναι ο Βαγγέλης Γιαννίσης. Αν και δεν το συνηθίζω, το ένστικτό μου μού υπαγόρευε να αποκτήσω πρώτα όλα του τα βιβλία και κατόπιν να αρχίσω να τα διαβάζω. Εν τέλει, το ένστικτό μου δικαιώθηκε για μια φορά ακόμα. Ξεκίνησα με το "Η γυναίκα του Ίσνταλ", στο οποίο έχω αναφερθεί εκτενώς παλαιότερα και συνέχισα με την σειρά με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη.
Μια γενικότερη σημείωση που έχω να κάνω, είναι ότι και στα 5 βιβλία του Βαγγέλη υπήρχαν πολλά και δύσκολα -να τα συγκρατήσω- ονόματα. Ονόματα... ονόματα... παντού ονόματα... Μπγέρλινγκ, Μπγέρκβιστ... Μπγέρ-τάδε και Μπγερ-δείνα!!! Εν τω μεταξύ, δεν φτάνει που έχει ένα σωρό και δύσκολα ονόματα, αλλά εναλλάσσει και τη δράση ανάμεσα στα άτομα, αναφέροντάς τους πότε με το μικρό τους, πότε με το επίθετο και πότε με το παρατσούκλι, εάν υπάρχει κάποιο. Φέξε μου και γλίστρησα, δηλαδή!!! Και παρ' όλη τη γκρίνια μου τώρα, εννοείται ότι αυτό το θεματάκι δεν αποτέλεσε τροχοπέδη, ως προς την ανάγνωση των βιβλίων. Απλά δούλεψε κάργα το σύστημα "δίπλα-μπλοκάκι".
Όσον αφορά τώρα, στα 4 βιβλία με τον Οικονομίδη ("Το μίσος", "Το κάστρο", "Ο χορός των νεκρών" και "Η σκιά"), έχω να παρατηρήσω ότι ο κεντρικός χαρακτήρας που ζωγράφισε με την πένα του ο Γιαννίσης, είναι γοητευτικός, ευρηματικός, ριψοκίνδυνος ενίοτε, με έντονη προσωπικότητα και με προσφιλή προς εμάς συμπεριφορά, μιας κι η καταγωγή του είναι ελληνική. Αυτό που μου άρεσε ιδιαιτέρως είναι πως ο συγγραφέας προτίμησε να του προσδώσει μιαν ανθρώπινη και καθημερινή υπόσταση. Δεν τον σκιαγράφησε δηλαδή ούτε ως τον σκληροτράχηλο αστυνομικό επιθεωρητή, που αμείλικτα σαρώνει τα κακοποιά στοιχεία, αλλά ούτε ως ένα τελειωμένο, αλκοολικό, γεμάτο με πάθη και φόβους ανθρωπάριο, που μόνο σκοπό της ζωής του έχει τη δουλειά του, εξ'ού και διαπρέπει σε αυτήν. Δρόμους που έχουμε δει να ακολουθούν πολλοί ξένοι συγγραφείς, άλλοι επιτυχημένα, άλλοι όχι και τόσο. Όχι, ο Άντερς Οικονομίδης είναι ένας απλός άνθρωπος, που δεν διαφέρει πολύ από τον μέσο, καθημερινό Έλληνα.
Στο πλευρό του Οικονομίδη, αρχικά η βοηθός του Μαρία Φρέντρικσεν, ένας επίσης μεστός χαρακτήρας, Σκανδιναβή μέχρι κόκκαλο, με τάση να κρύβει τα συναισθήματά της, τα οποία μερικές φορές την προδίδουν και δραπετεύουν από τις οπές των δακρυγόνων αδένων της. Θεωρώ ότι η Μαρία είναι ο συνεργάτης που ο καθένας από εμάς θα ήθελε να έχει. Συνεπής, αξιόπιστη, team player και κυρίως έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είναι καθόλα ελληνικό: είναι φιλότιμη! Αν κι οφείλω να ομολογήσω ότι στον Χορό, μου τα χάλασε λίγο, αφού στο κρίσιμο ερώτημα που της τέθηκε, διάλεξε τον λάθος δρόμο. Γεγονός που της στοίχισε ακριβά!!!
Είναι κι αυτή η μορφή... Η Άριελ Ριβέρα, που από πολλές πλευρές μου θύμισε την Μία, του Samuel Bjork. Αλλοπρόσαλλο άτομο, με τους δικούς της, προσωπικούς δαίμονες να την κυνηγούν. Πιστεύω ότι θα δούμε την Άριελ να μεγαλουργεί σε αυτά που έπονται...
Οι κακοί στις ιστορίες του Βαγγέλη Γιαννίση ποικίλουν. Έχουμε ταλαίπωρα πρεζάκια (που θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους), διεφθαρμένους μπάτσους (που θυσιάζουν ψυχή και σώμα στον βωμό του χρήματος και της επιτυχίας), σιχαμένους παιδόφιλους (που μαγαρίζουν την αθώα ψυχή παιδιών) κι έχουμε και στυγερούς serial killers (που το διαστροφικό μυαλό τούς εξωθεί σε εκτρώματα). Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου αισθάνθηκα ότι ήθελαν περισσότερο "χτένισμα" οι χαρακτήρες, οι "κακοί" του Γιαννίση με ικανοποίησαν πλήρως. Καλοσχηματισμένοι, αληθοφανείς και στιβαροί.
Σε γενικές γραμμές, αυτό που με εντυπωσιάζει στα βιβλία του Γιαννίση είναι ότι δεν εστιάζει μόνο στα κεντρικά πρόσωπα. Αναλύει και ξεδιπλώνει σταδιακά και με "τακτ", τις προσωπικότητες και τις σκέψεις, όλων των ηρώων του. Ακόμα και αυτών με τον μικρότερο ρόλο στην ιστορία.
Αναλυτικότερα τώρα για τα 4 βιβλία της σειράς, οι παρατηρήσεις μου είναι οι ακόλουθες:
Αν και μόλις το πρώτο του βιβλίο, "Το μίσος" συναγωνίζεται στήθος με στήθος τα μετέπειτα πονήματα του Βαγγέλη. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας το δούλεψε πολύ και κατάφερε να κρύψει επιτυχώς τη συγγραφική του απειρία, μέσα από ένα κείμενο ντούρο και χωρίς ιδιαίτερες "κοιλιές" (ίσως λίγο μόνο, κάπου στη μέση του βιβλίου). Γρήγορη και καλογραμμένη πλοκή που κορυφώθηκε με ικανοποιητικό τρόπο, χωρίς όμως εμένα προσωπικά να μου προκαλέσει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη.
Αδύναμος μου φάνηκε, ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιήθηκε η φονική μανία του δολοφόνου. Δίνει μεν μιαν εξήγηση αλλά εμένα προσωπικά, δεν με έπεισε. Με άφησε ανικανοποίητη. Ιδίως με τη γνώση του ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος. Γενικά η συμπεριφορά του δράστη ήθελε λίγη περισσότερη δουλειά. Δυστυχώς, προς αποφυγή spoilers, δεν μπορώ να πω περισσότερα.
Με το δεύτερο βιβλίο του, ο Βαγγέλης Γιαννίσης, μάς γνωρίζει τη νέα και βελτιωμένη έκδοση του συγγραφικού του εαυτού. Αρκετά σκαλιά παραπάνω, "Το κάστρο" δεν έχει κάποιον serial killer, όπως τον έχουμε στο μυαλό μας. Αντιθέτως, η ιστορία περιλαμβάνει επιμέρους αστυνομικές ιστορίες, που μοιάζουν άσχετες η μια με την άλλη και που στο τέλος έρχονται να συνδεθούν με έναν ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο. Ο συγγραφέας εδώ επιδεικνύει απίστευτη δεξιοτεχνία!
Οι βασικοί χαρακτήρες παραμένουν οι ίδιοι με το πρώτο του βιβλίο, ωστόσο μας συστήνει και κάποιους νέους, οι οποίοι δεν ξεφεύγουν από τα standards που έχει θεσπίσει ο Γιαννίσης για τους πρωταγωνιστές των βιβλίων του. Μεστοί, καλοσχηματισμένοι, πειστικοί!
Η πλοκή διαφέρει πολύ σε σχέση με "Το μίσος". Εδώ έχουμε ένα λογοτεχνικό πινγκ-πονγκ, θα μπορούσα να πω. Ο Γιαννίσης παίζει με τους χαρακτήρες του, προβάλλοντας μια τον έναν και μια τον άλλο, μεταβάλλοντας έτσι διαρκώς το σκηνικό και με μεγάλη μαεστρία οδηγεί την ιστορία του στην κλιμάκωση. Οι τίτλοι των κεφαλαίων, αν και μοιάζουν ξεκάρφωτοι μερικές φορές, δίνουν το στίγμα του τι πρόκειται να διαβάσουμε στη συνέχεια. Συν τοις άλλοις, σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε κάποιο τραγούδι, πράγμα που κουμπώνει άψογα στο όλο story.
Να συμπληρώσω εδώ ότι η επιλογή του εξωφύλλου είναι εξαιρετική, αφού συνάδει άριστα με το ομιχλώδες και σκοτεινό τοπίο του Έρεμπρο, στο οποίο κινούνται και λειτουργούν οι ήρωές μας.
Αυτό που με "χάλασε" ελαφρώς, ήταν η φάση της αποκάλυψης του δολοφόνου. Ενώ όλο το βιβλίο είχε την πρέπουσα κλιμάκωση, όταν φτάσαμε σε αυτό το σημείο, η αποκάλυψη μου φάνηκε κάπως επίπεδη. Σαν μια κόλουρη πυραμίδα ένα πράγμα -πολλές διαφορετικές πλευρές, μα όχι η μυτερή κορυφή της. Με φίλους που συζήτησα σχετικά, δεν ενοχλήθηκαν. Προσωπικά θα ήθελα λίγη ένταση ακόμη.
Με δυσκόλεψε λίγο το συγκεκριμένο, στο να γράψω την κριτική μου. Δεν είναι απλά το success story του Οικονομίδη, που πιάνει τους κακούς του Έρεμπρο. Είναι κάτι πιο πέρα ακόμα. Οι δολοφονίες δεν είναι πολλές. Και τα θύματα δεν είναι αθώα. Εδώ δεν ξέρεις αν πρέπει να αγαπήσεις ή να μισήσεις τον κατά συρροή δολοφόνο -τον οποίο σημειωτέον, ο Γιαννίσης τον αφήνει να γίνει γνωστός, από την αρχή. Κι αυτό γιατί ο δολοφόνος εδώ, είναι ουσιαστικά Τιμωρός! Κι αυτοί που τιμωρεί είναι βρωμεροί παιδόφιλοι, που ξερνούν τα αρρωστημένα τους ένστικτα πάνω στα κορμάκια αθώων αγοριών.
Υπάρχουν σκηνές μέσα στο βιβλίο που είναι πραγματικά τραγικές και συνάμα σιχαμερές. Όπως η σκηνή με έναν γέρο, κάπου στη μέση του βιβλίου. Πόσο δυνατή σκηνή ήταν αυτή! Πόσο δυνατή!! Πόνεσε την ψυχή μου! Με έκανε να συμπάσχω, να θέλω να βγάλω τα σωθικά μου! Κι όμως δε μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Όσο κι αν με βασάνιζε στην παρούσα φάση.
Ο συγγραφέας, αν και καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού, το κάνει με τρόπο... Δεν προσβάλει και δεν ενοχλεί. Εμβαθύνει αρκετά στους χαρακτήρες του και μας ξεδιπλώνει τα εσώψυχα τους, με τρόπο αληθοφανή και ουσιαστικό. Μιλάει για τα "Σ'αγαπώ" που βιάστηκαν ανελέητα από μιαρά στόματα. Μιλάει για τις ελπίδες που σκόρπισαν στο άκουσμα ενός κλειδιού, που γυρνά στην πόρτα. Σου υπενθυμίζει με τον τρόπο του ότι αυτά που διαβάζεις τώρα, δεν είναι μυθοπλασία. Συμβαίνουν όντως κάπου στον κόσμο. Ίσως και στο διπλανό σου διαμέρισμα!
Αν και δύο σημεία (στα οποία δεν μπορώ να επεκταθώ, ξανά λόγω spoiler) προσωπικά θα τα ήθελα λίγο διαφορετικά, το σίγουρο είναι ότι, με δύο ανατροπές που φέρνουν τα πάνω-κάτω, διαπιστώνεις πως αν μπεις σε αυτόν τον Χορό, δεν θα βγεις αλώβητος/η!
Θα πω κλείνοντας, ότι με αυτό το βιβλίο κατέταξα τον Βαγγέλη Γιαννίση, στους πολύ αγαπημένους μου συγγραφείς.
Κι αισίως φτάσαμε στο τέταρτο και πιο σκοτεινό βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση, με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη και για μένα, το καλύτερο απ' όλα! Πραγματικά με ενθουσίασε! Αυτή τη φορά καταπιάστηκε με τους αστικούς μύθους της Σουηδίας, τις Σκανδιναβικές θεότητες, τις λαϊκές δεισιδαιμονίες και δοξασίες, τις τελετουργίες μαύρης μαγείας, τα ταφικά έθιμα και την μουσική Black Metal -ό,τι κι αν είναι αυτή.
"Η σκιά" είναι ένα ιδιαιτέρως πρωτότυπο και γοητευτικό μυθιστόρημα. Από την αρχή σε βάζει στη σκοτεινή κι ερεβώδη ατμόσφαιρα των δεισιδαιμονιών, των τεράτων και των δαιμόνων. Η αίσθηση που νιώθει ο αναγνώστης διαρκώς, είναι ότι κάτι τον ακολουθεί... μια σκιά... Και σε αυτή την ιστορία, ο αναγνώστης μέσα από την ανάλυση των φόνων και τις έρευνες για τον εντοπισμό του δολοφόνου, έρχεται αντιμέτωπος με τις ολογραμματικές, υποχθόνιες μορφές που κατακλύζουν τα σκοτεινά δάση της σουηδικής πόλης. Παράλληλα, βλέπει να ξεδιπλώνεται μπροστά του η προσωπικότητα κι ο συναισθηματικός χάρτης των ηρώων καθώς και οι φόβοι και οι αγωνίες τους. Και πάλι δηλαδή έχουμε διαφορετικές ιστορίες να κινούνται παράλληλα: το ψυχογράφημα μαζί με το μυστήριο και την αγωνία. Νομίζω ότι ο Βαγγέλης έχει γίνει μάστορας σε αυτή την τεχνική!
Σε αυτό το βιβλίο κάνουν την εμφάνισή τους, αρκετοί νέοι χαρακτήρες. Μεταξύ αυτών και μια γυναίκα, η Άριελ Ριβέρα, η οποία όμως αρχικά μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Πρόκειται όμως για έναν χαρακτήρα με βαθιά και μεγάλα συμπλέγματα. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος παλεύει καθημερινά με ένα φρικτό παρελθόν και τις μνήμες που αυτό κουβαλάει. Η Άριελ -θεωρώ ότι- θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις επόμενες ιστορίες του Οικονομίδη κι εδώ, ο Γιαννίσης επέλεξε να μας δώσει απλά μια μικρή γεύση, του ποια είναι η γυναίκα αυτή, προκειμένου να σκεπάσει με ένα πέπλο μυστηρίου την ύπαρξή της και να εντείνει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, για την πάρτη της.
Επίσης, για πρώτη φορά, συναντάμε έναν Άντερς κάπως άνευρο και υποτονικό. Η εξήγηση που δίνω εγώ, είναι ότι ο συγγραφέας θέλησε να αποδώσει την "κούραση" και την "ταλαιπωρία" που τράβηξε ο επιθεωρητής στις προηγούμενες ιστορίες του. Αυτές δεν τον άφησαν αλάβωτο αλλά τον ακολούθησαν και σε αυτήν, την τέταρτη. Ωστόσο, δεν έχασε ποτέ την σπιρτάδα της σκέψης του και την αμεσότητα των αποφάσεών του. Γιατί είναι ο Άντερς Οικονομίδης και γιατί είναι Έλληνας, ρε γαμώτο! :-)
Η γλώσσα του Βαγγέλη Γιαννίση και σε αυτό του το πόνημα είναι καθαρή, σύγχρονη, χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις και δοκιμιακούς διαλόγους. Η πλοκή είναι επίσης εξαιρετική. Δυνατή, δεν κάνει κοιλιά πουθενά, ούτε κουράζει. Το κείμενο ρέει αβίαστα, με όλο και μεγαλύτερη ένταση, ώσπου φέρνει την κάθαρση με την σύλληψη του δολοφόνου. Ολοκληρώνοντας, έχω να πω ότι ο Γιαννίσης σε κάθε του προσπάθεια, σκαρφαλώνει ακόμα πιο ψηλά στην κλίμακα του επιτυχημένου συγγραφέα. Και με την Σκιά, αποδεικνύει περίτρανα ότι το αξίζει.
Αν κι όπως προείπα, έχω ήδη αναφερθεί με αναλυτική κριτική στο πέμπτο βιβλίο του Γιαννίση, αφήνω κι εδώ δυο λογάκια, προκειμένου να κλείσει ολοκληρωμένα το αφιέρωμα.
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, "Η γυναίκα του Ίσνταλ", είναι η απόδειξη του πόσο ταλέντο έχει ο Γιαννίσης. Καταφέρνει και παίρνει μιαν ανεξιχνίαστη -εδώ και δεκαετίες- ιστορία και με την πένα του να της δώσει ένα αληθοφανές τέλος. Προσωπικά, καθ΄όλη την διάρκεια της ανάγνωσης, δεν μπόρεσα ούτε μια στιγμή να ξεχωρίσω την πραγματικότητα από την μυθοπλασία.
Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, με κινηματογραφική ταχύτητα και διανθίζεται από πληθώρα ιστορικών στοιχείων και προσώπων. Οι χαρακτήρες -και εδώ- άψογοι. Το περιβάλλον όπου τοποθετείται η ιστορία, είναι η Κοιλάδα του θανάτου στη Νορβηγία και ως χρόνος ορίζεται η περίοδος του Ψυχρού πολέμου. Σε συνδυασμό ο τόπος κι ο χρόνος που εκτυλίσσεται η ιστορία, μας προσφέρουν μια εξαιρετική νουάρ ατμόσφαιρα.
Πέρα από τον αστυνομικό και ιστορικό χαρακτήρα του, το βιβλίο έχει ψυχογραφική διάθεση. Εμβαθύνει πολύ στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, φέρνοντας στην επιφάνεια ευαίσθητα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Όλα αυτά προκύπτουν μέσα από το short story telling, που είδαμε και σε προηγούμενα βιβλία του. Δηλαδή, μικρές ιστοριούλες, φαινομενικά ασύνδετες, που στο σύνολό τους όμως, δίνουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Εν κατακλείδι, "Η γυναίκα του Ίσνταλ" είναι ένα μυθιστόρημα που τα περιέχει όλα. Φόνους, πτώματα, μυστήριο, κατασκοπία, συναίσθημα! Τολμώ να το αποκαλέσω "η ναυαρχίδα του Γιαννίση", μέχρις ώρας τουλάχιστον. Εάν είσαι λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να το χάσεις!
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Πες μας πώς ξεκίνησες να γράφεις. Ξέρω ότι σκιτσάριζες ως πιτσιρικάς, αλλά δεν είχες ανακαλύψει το συγγραφικό σου ταλέντο. Τι ήταν αυτό που ξύπνησε το "τέρας" μέσα σου;
Β.Γ.: Είναι αλήθεια ότι στο δικό μου origin story δεν έγραφα από μικρός. Ωστόσο, διάβαζα. Οι περισσότεροι αναγνώστες κρύβουν μέσα τους έναν συγγραφέα· κάποιοι γράφουν, άλλοι θέλουν να γράψουν, κάποιοι δεν ξέρουν ότι μπορούν να γράψουν. Στη δική μου περίπτωση, ξεκίνησα να γράφω για να ξεμπουκώσω από τα πρωινά μαθήματα Σουηδικών.
2. Και τι ήταν αυτό που οδήγησε τα βήματά σου στη Σουηδία εξαρχής -και γιατί όχι μια άλλη χώρα, πιο... μεσογειακή;
Β.Γ.: Έφυγα για τη Σουηδία το 2011, όταν οι μεσογειακές χώρες ήταν ολίγον τι κατεστραμμένες οικονομικά, οπότε αυτό πιστεύω πως απαντάει στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Ψαχνόμουν για σπουδές στο εξωτερικό, έτυχε να κάνω ένα ταξίδι στη Σουηδία το 2010 και είπα να το τολμήσω, αφού απολύθηκα από τον στρατό.
3. Πως είναι η ζωή στο Έρεμπρο; Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές έχει με την τωρινή γειτονιά σου;
Β.Γ.: Πέρασα μία ήσυχη ζωή εκεί. Το μοναδικό plus στο Έρεμπρο -που δεν έχω στην τωρινή καθημερινότητά μου- είναι το ποδήλατο (μιας και δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας, λέω να μην δοκιμάσω την τύχη μου στην Αθήνα). Δεν ήταν πολύ διαφορετική η ζωή μου εκεί. Το αστικό περιβάλλον, ωστόσο, ήταν. Ένα απλό γκουγκλάρισμα φανερώνει αμέσως τις διαφορές ανάμεσα στις δύο πόλεις.
4. Βαγγέλη, ξεκίνησες να εργάζεσαι ως δάσκαλος. Εξακολουθεί να είναι αυτό το βασικό σου επάγγελμα ή η συγγραφή έχει πάρει τα ηνία στην επαγγελματική σου ζωή;
Β.Γ.: Εδώ και ένα χρόνο, ας πούμε πως “συνταξιοδοτήθηκα” από τα σχολεία και πλέον δουλεύω full time ως συγγραφέας και μεταφραστής. Είχε έρθει η ώρα.
5. Μπορεί κάποιος να βιοποριστεί στην Ελλάδα μόνο με την συγγραφή;
Β.Γ.: Σπάνια. Πρέπει να συνδυαστεί και με κάτι άλλο -στη δική μου περίπτωση, ευτυχώς, συνδυάζεται με κάτι που απολαμβάνω.
6. Υπάρχει κάτι που μετανιώνεις που το έκανες ή ακόμη περισσότερο, που δεν έκανες;
Β.Γ.: Μπορεί και να είναι εκτός θέματος η απάντηση, αλλά μετανιώνω που δεν έβγαλα εισιτήρια για τη συναυλία των Iron Maiden στη Μαλακάσα το 2018.
7. Σε έχουν αποκαλέσει "ο Έλληνας Νέσμπο". Συμφωνείς με τον τίτλο;
Β.Γ.: Σίγουρα νιώθω περηφάνια. Θα συμφωνήσω πλήρως εάν και όταν τα βιβλία μου μεταφραστούν σε πάνω από 30 γλώσσες όπως του Jo Nesbo.
8. Γνωρίζουμε ότι μελετάς ενδελεχώς τις ιστορίες δολοφόνων κατ' εξακολούθηση, προκειμένου να μπεις στο "μυαλό" του δολοφόνου. Μάλιστα έχεις και μια στήλη σε γνωστό περιοδικό καθώς και μια ραδιοφωνική εκπομπή, όπου μιλάς για φρικτά κι αποτρόπαια εγκλήματα. Πόσο σε βοηθά αυτό στη δουλειά σου και πόσο βαραίνει την ψυχή σου;
Β.Γ.: Το είδος του true crime με έκανε να πειραματιστώ με το ύφος της γραφής μου, καθώς ανήκει στην κατηγορία του non-fiction. Έπρεπε να γίνει μία μετάλλαξη και προσαρμογή στο νέο υποείδος. Σχετικά με το δεύτερο σκέλος, είμαι αρκετά σκληρόπετσος.
9. Τις τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε ότι έχει υπάρξει μια μεγάλη αλλαγή στο αστυνομικό μοτίβο. Παλαιότερα είχαμε δολοφόνους "τζέντλεμεν" και σικ κυρίες και εγκλήματα με δηλητήριο, κομψά πιστόλια κτλ. Πλέον όμως, τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν μεταλλαχτεί σε "λουτρά αίματος", τρόμο και φρικτές εικόνες. Τι είναι αυτό που οδήγησε σε αυτό το "νέο είδος εγκλήματος"; Το πιο «κινηματογραφικό» θα λέγαμε;
Β.Γ.: Δεν ξέρω αν συμφωνώ στο 100% με την ύπαρξη αυτής της αλλαγής. Η βιβλιοπαραγωγή παγκοσμίως είναι μεγαλύτερη από ποτέ -και αν κάτι ξεχωρίζει τα τελευταία δύο χρόνια, είναι κυρίως τα ψυχολογικά θρίλερ, όχι τα πιο “σοκαριστικά” αστυνομικά. Η βιομηχανία είναι κύκλος και αλλάζει ανάλογα με αυτά που ζητάει το κοινό.
10. Προσωπικά, έχω εντυπωσιαστεί από τον αριθμό των προσώπων τα οποία εμφανίζονται σε κάθε σου βιβλίο. Πώς "σκηνοθετεί" κανείς, τόσα πρόσωπα δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο δεν "μπάζει" από πουθενά;
Β.Γ.: Με πολλή δουλειά. Ο κάθε χαρακτήρας έχει και από έναν φάκελο στο laptop μου. Εκεί, υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά του. Με βάση αυτά (και άλλα στοιχεία) εξελίσσεται η πλοκή, για την οποία -προτού αρχίσω να γράφω- έχει δημιουργηθεί μία αναλυτική σκαλέτα, προκειμένου να μη χαθεί ο μπούσουλας.
11. Σε γενικές γραμμές, όλα σου τα βιβλία ξεφεύγουν αρκετά από την ελληνική φόρμα συγγραφής. Και παρόλο που είναι εμφανής η επιρροή που έχεις λάβει από τους Σκανδιναβούς ομότεχνούς σου, δεν υπάρχει μιμητική διάθεση. Πώς το κατάφερες αυτό;
Β.Γ.: Δεν το έχω σκεφτεί, για να πω την αλήθεια. Από την αρχή είχα πρόθεση να ακολουθήσω τη φόρμα των Σκανδιναβών συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς θεωρώ ότι τα βιβλία μου, παρότι είναι γραμμένα από Έλληνα, ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Αν το εγχείρημα εντός των σελίδων είναι πετυχημένο, μπορώ να το αποδώσω μονάχα στη σκληρή δουλειά.
12. Πως προέκυψε "Το μίσος"; Σαν ιστορία εννοώ. Ποιό ήταν το ερέθισμα; Και γενικότερα, από που αντλείς το υλικό για τα βιβλία σου;
Β.Γ.: "Το μίσος" γεννήθηκε από την επιθυμία μου να γράψω μία κλασική αστυνομική ιστορία με serial killer. Η ιστορία προέκυψε περισσότερο ως διεργασία που πήρε μερικές εβδομάδες, παρά ως ένα στιγμιαίο ‘φλας’. Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη πηγή άντλησης ιδεών. Μπορεί να είναι κάτι που άκουσα σε μία συζήτηση, κάτι που διάβασα, κάτι που είδα στο internet.
13. Τι να περιμένουμε στο μέλλον, Βαγγέλη; Θα δούμε τον Οικονομίδη να παίρνει... απόσπαση για την Ελλάδα;
Β.Γ.: Κατηγορηματικά όχι. Δεν υπάρχει λόγος.
14. Έχεις δηλώσει ότι η ιστορία του Άντερς θα λήξει μετά από 8-9 βιβλία και ήδη έχεις φτάσει στο μέσον περίπου της διαδρομής. Το πώς θα λήξει το έχεις σκεφθεί;
Β.Γ.: Έχω πάρει μίαν απόφαση σχετικά με το πώς θα είναι το τέλος της σειράς, χωρίς να τη θεωρώ ακόμα τελική. Το ίδιο και για τον αριθμό των βιβλίων.
15. Έχεις συμμετάσχει σε ένα συλλογικό έργο, το "Αποκάλυψη" μαζί με άλλους καταξιωμένους Έλληνες συγγραφείς. Υπήρξε κάποια στιγμή που φοβήθηκες τη σύγκριση;
Β.Γ.: Αν τη φοβόμουν, δε θα συμμετείχα. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι δίπλα σε τρεις τέτοιους συγγραφείς.
16. Με τη "Γυναίκα του Ίσνταλ" έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά! Πήρες μια ιστορία χωρίς λύση και δημιούργησες τη δική σου εκδοχή. Αληθοφανή και στιβαρή. Μίλα μας γι' αυτό.
Β.Γ.: Θα μαλλιάσει η γλώσσα μου, αλλά το αποτέλεσμα οφείλεται στη σκληρή δουλειά. Σε αρκετούς μήνες έρευνας, σε αρκετές συζητήσεις με φίλους και συνεργάτες, σε αμέτρητες εργατοώρες μπροστά στο laptop. Η απάντηση στην ερώτηση "πώς δημιουργείται μία στιβαρή πλοκή" είναι πάντα μία: η δουλειά.
17. Πόσο δύσκολη ή εύκολη ήταν η συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου; Συνάντησες εμπόδια κι αν ναι, ποια ήταν αυτά;
Β.Γ.: Το βιβλίο γράφτηκε σαν να ήθελε να γραφτεί. Η διαδικασία της γραφής του ήταν κοπιαστική και απαιτητική, μα όχι δύσκολη.
18. Η νοητή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είναι πολύ λεπτή. Πώς κατάφερες να μην την ξεπεράσεις;
Β.Γ.: Είχα θέσει εξ' αρχής τα όρια στο πού θα ξεκινά η μυθοπλασία και πού θα σταματάει η πραγματικότητα. Αποφάσισα ότι θα κρατήσω την έρευνα της υπόθεσης αυτούσια και θα την εμπλουτίσω με δικά μου στοιχεία, τα οποία θα βοηθούσαν την πλοκή.
19. Υπήρξε κάποια στιγμή που να αμφέβαλλες γι'αυτό σου το τόλμημα; Να δώσεις ένα κάποιο τέλος εννοώ, σε μια υπόθεση η οποία παραμένει ανεξιχνίαστη εδώ και δεκαετίες;
Β.Γ.: Για να γράψει κανείς ένα βιβλίο, πρέπει να έχει το βλακώδες θράσος πως γράφει την καλύτερη ιστορία, που έχει αφηγηθεί κανείς. Οπότε, στη διάρκεια της γραφής, όχι, δεν έχω αμφιβολίες. Αυτές (αν εμφανιστούν) εμφανίζονται μετά, όταν διαβάζεις ξανά το κείμενο.
20. Στη "Γυναίκα του Ίσνταλ" σε προλογίζει ο Jørn Lier Horst. Πώς προέκυψε αυτό και τι σημαίνει για σένα;
Β.Γ.: Με τον Jørn είχαμε γνωριστεί τρία χρόνια νωρίτερα, όταν και του ζήτησα να με κατευθύνει, ως πρώην αστυνομικός, στην υπόθεση. Λίγους μήνες πριν την έκδοση του βιβλίου, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα και συναντηθήκαμε, του ανέφερα πως το βιβλίο στο οποίο με βοήθησε, τελείωσε και πρόκειται να εκδοθεί. Του πρότεινα, αν ήθελε, να γράψει έναν πρόλογο και εκείνος δέχτηκε. Σέκος ο Βαγγέλης!
21. Ισχύει ότι πρόκειται να κυκλοφορήσει στη Σουηδία το βιβλίο σου Βαγγέλη;
Β.Γ.: Αν και όταν γίνει κάτι τέτοιο, θα το ανακοινώσω μαζί με τον εκδοτικό μου. Τέτοιες χαρές δεν κρύβονται.
22. Πιστεύεις ότι στην Ελλάδα διαβάζουμε αρκετά; Αν όχι, πώς θεωρείς ότι θα μπορούσε να αλλάξει αυτό;
Β.Γ.: Δεν είμαι ο πρώτος που λέει ότι δε διαβάζουμε αρκετά. Δηλαδή, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού δε διαβάζει καθόλου -και όσοι διαβάζουν, το κάνουν φανατικά. Τώρα, πώς θα αλλάξει αυτό; Δύσκολα.
23. Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: Θα σκεπτόσουν ποτέ να γράψεις κάτι άλλο εκτός από αστυνομική λογοτεχνία; Για παράδειγμα, μια βιογραφία ή ένα μυθιστόρημα εποχής;
Β.Γ.: Δεν έχω νιώσει την ανάγκη, είναι η αλήθεια.
* Οι φωτογραφίες του συγγραφέα με το λευκό φόντο ανήκουν στον Νίκο Μαλλιάκο.
(©Γιώτα Βασιλείου για τα Βιβλιοσημεία)