Περίληψη οπισθόφυλλου:
Λένε πως σαράντα είναι τα κύματα που πρέπει να περάσει κάποιος για να ελευθερωθεί από τα μάγια...
Σε θάλασσες φουρτουνιασμένες της ζωής τα δικά μου κύματα... Πελώρια ορθώθηκαν μπροστά μου και πώς να τα περάσω; Τα μετρώ, ένα, δύο, τρία, και τα προσπερνώ. Το ένα ψηλότερο και πιο άγριο από το άλλο. Μα πότε θα φτάσω στα σαράντα;
Λένε πως για να είναι κάποιος ευτυχισμένος πρέπει να πονέσει πρώτα...
Κι εγώ πονώ. Ματώνω μέσα μου. Χάνομαι μέρα με την ημέρα, όλο και βουλιάζω σε νερά απύθμενα, σκοτεινά. Όμως προσπαθώ, τ’ ορκίζομαι πως προσπαθώ, να κρατηθώ στην επιφάνεια! Με νύχια και με δόντια. Δε θέλω να βουλιάξω, δε θέλω να χαθώ στο άγνωστο. Μα δεν εξαρτάται από μένα. Κάθε μέρα είναι σαν να χάνω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Σαν τα φθινοπωρινά τα φύλλα πέφτουν μια-μια οι αντιστάσεις μου. Κι ολοένα βυθίζομαι. Στο βαθύ απέραντο σκοτάδι.
Αιμιλία
Η άποψή μου:
(γράφει η Ανδρομάχη Κοκόση)
Όταν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο για πρώτη φορά και βλέποντας τον τίτλο του, αναρωτήθηκα: "άραγε, τι έχει ανάγκη η ηρωίδα αυτή; Να πει ένα μονάχα σ’ αγαπώ, ή να ακούσει ένα μονάχα σ’ αγαπώ";
Δεν πρόκειται απλά για ένα αισθηματικό βιβλίο. Η συγγραφέας κάνει μια βαθιά βουτιά σε πολύ σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως η κατάθλιψη, η ενδοοικογενειακή -και όχι μόνο- βία, ο γάμος-θυσία, ο κυνισμός των νέων ανθρώπων, η πορνεία και το λαθρεμπόριο και καταφέρνει να βγει νικήτρια.
Θα σταθώ σε ένα από αυτά, στον γάμο-θυσία, μια πραγματικότητα για την Ελλάδα του -όχι και τόσο μακρινού- παρελθόντος. Νεαρά, πολύ νεαρά κορίτσια, ανήλικα, που επιλέγονταν να παντρευτούν πλούσιους, ώριμους κύριους του εξωτερικού. Για να έχουν μια καλύτερη τύχη, "για να φτιαχτεί κι εκείνη και εμείς", όπως έλεγαν. Κανείς όμως δεν αναρωτήθηκε για τον ψυχισμό αυτών των κοριτσιών, που βίαια αποκόβονταν, όχι μόνο από το περιβάλλον τους, καθώς έπρεπε να ακολουθήσουν τους γαμπρούς στις πατρίδες τους, αλλά και από την παιδική τους ηλικία. Γίνονταν αντικείμενα ηδονής στα χέρια τους, αλλά... "Δεν βαριέσαι μωρέ; Έπιασε την τύχη την καλή", έλεγαν οι δικοί της.
Με ολοκληρωμένες τις ψυχοσυνθέσεις των ηρώων και με μια απλή γλώσσα, χωρίς περιττά στολίδια, απείρως ικανή όμως να δημιουργεί εικόνες, το κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε ξεχωριστό ήρωα τη φορά, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να δούμε τα πράγματα από την δική του πλευρά. Τα συναισθήματα, ανάλογα με τον κάθε ήρωα, πλημμυρίζουν τις σελίδες, χωρίς να νιώθεις αυτό το «μπούκωμα» που λέμε. Το παιχνίδι δε στον χρόνο, είναι κατατοπιστικότατο και δικαιολογεί τις εκάστοτε ενέργειες και σκέψεις των ηρώων.
Είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο, που το διάβασα σχεδόν σε δυο μέρες. Είναι επίσης η πρώτη γνωριμία μου με τη Νίτσα Μανωλά και δηλώνω ευτυχής. Όσο για το ερώτημα που έκανα στον εαυτό μου όταν πρωτοέπιασα στα χέρια μου το βιβλίο, δεν θα σας δώσω την απάντηση. Σας αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας!
(γράφει η Ανδρομάχη Κοκόση)
Όταν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο για πρώτη φορά και βλέποντας τον τίτλο του, αναρωτήθηκα: "άραγε, τι έχει ανάγκη η ηρωίδα αυτή; Να πει ένα μονάχα σ’ αγαπώ, ή να ακούσει ένα μονάχα σ’ αγαπώ";
Δεν πρόκειται απλά για ένα αισθηματικό βιβλίο. Η συγγραφέας κάνει μια βαθιά βουτιά σε πολύ σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως η κατάθλιψη, η ενδοοικογενειακή -και όχι μόνο- βία, ο γάμος-θυσία, ο κυνισμός των νέων ανθρώπων, η πορνεία και το λαθρεμπόριο και καταφέρνει να βγει νικήτρια.
Θα σταθώ σε ένα από αυτά, στον γάμο-θυσία, μια πραγματικότητα για την Ελλάδα του -όχι και τόσο μακρινού- παρελθόντος. Νεαρά, πολύ νεαρά κορίτσια, ανήλικα, που επιλέγονταν να παντρευτούν πλούσιους, ώριμους κύριους του εξωτερικού. Για να έχουν μια καλύτερη τύχη, "για να φτιαχτεί κι εκείνη και εμείς", όπως έλεγαν. Κανείς όμως δεν αναρωτήθηκε για τον ψυχισμό αυτών των κοριτσιών, που βίαια αποκόβονταν, όχι μόνο από το περιβάλλον τους, καθώς έπρεπε να ακολουθήσουν τους γαμπρούς στις πατρίδες τους, αλλά και από την παιδική τους ηλικία. Γίνονταν αντικείμενα ηδονής στα χέρια τους, αλλά... "Δεν βαριέσαι μωρέ; Έπιασε την τύχη την καλή", έλεγαν οι δικοί της.
Με ολοκληρωμένες τις ψυχοσυνθέσεις των ηρώων και με μια απλή γλώσσα, χωρίς περιττά στολίδια, απείρως ικανή όμως να δημιουργεί εικόνες, το κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε ξεχωριστό ήρωα τη φορά, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να δούμε τα πράγματα από την δική του πλευρά. Τα συναισθήματα, ανάλογα με τον κάθε ήρωα, πλημμυρίζουν τις σελίδες, χωρίς να νιώθεις αυτό το «μπούκωμα» που λέμε. Το παιχνίδι δε στον χρόνο, είναι κατατοπιστικότατο και δικαιολογεί τις εκάστοτε ενέργειες και σκέψεις των ηρώων.
Είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο, που το διάβασα σχεδόν σε δυο μέρες. Είναι επίσης η πρώτη γνωριμία μου με τη Νίτσα Μανωλά και δηλώνω ευτυχής. Όσο για το ερώτημα που έκανα στον εαυτό μου όταν πρωτοέπιασα στα χέρια μου το βιβλίο, δεν θα σας δώσω την απάντηση. Σας αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας!
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Νίτσα Μανωλά
Σελίδες: 437 / Διαστάσεις: 14Χ21
Ημερ. έκδοσης: Αύγουστος 2018
ISBN: 978-618-5166-60-1
Βιογραφικό της συγγραφέως:
Η Νίτσα Μανωλά γεννήθηκε στη Ρόδο. Τελείωσε το πανεπιστήμιο Rutgers στο New Jersey των Ηνωμένων Πολιτειών και είναι κάτοχος πτυχίου Αγγλικής Φιλολογίας και Κοινωνιολογίας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ψυχολογίας και ήταν ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών και καθηγήτρια Αγγλικών για το διάστημα που διέμεινε στην Ελλάδα. Σήμερα ζει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά. Στον ελεύθερο χρόνο της αρθρογραφεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό "writers gang" ενώ απολαμβάνει τις συνευρέσεις με φίλους. Το «Μονάχα ένα σ’ αγαπώ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της.
Η Νίτσα Μανωλά γεννήθηκε στη Ρόδο. Τελείωσε το πανεπιστήμιο Rutgers στο New Jersey των Ηνωμένων Πολιτειών και είναι κάτοχος πτυχίου Αγγλικής Φιλολογίας και Κοινωνιολογίας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ψυχολογίας και ήταν ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών και καθηγήτρια Αγγλικών για το διάστημα που διέμεινε στην Ελλάδα. Σήμερα ζει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά. Στον ελεύθερο χρόνο της αρθρογραφεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό "writers gang" ενώ απολαμβάνει τις συνευρέσεις με φίλους. Το «Μονάχα ένα σ’ αγαπώ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της.