* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Κύριε Δεύτε, καταπιάνεστε για μία ακόμα φορά -νομίζω με πιο ενδελεχή τρόπο τώρα- με αυτό που ονομάζουμε και ειλικρινά μας πληγώνει ως έθνος και ελληνική κοινωνία, "Χαμένες πατρίδες". Αυτή τη φορά με τη Βόρεια Ήπειρο. Γιατί αυτή η επιλογή σας και ποια η ανάγκη σας να μιλήσετε για αυτό το κομμάτι του ελληνισμού;
Θ.Δ.: Να σας ευχαριστήσω πρώτα για τη δυνατότητα που μου δίνετε να επικοινωνήσω με το αναγνωστικό κοινό και να πω, ότι αυτό είναι το πέμπτο βιβλίο μου, που αφορά τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά αυτή τη φορά, το θέμα είναι η δική μου πατρίδα. Και αυτό από μόνο του κάνει το θέμα δυσκολότερο και πιο απαιτητικό, συνάμα δε και πιο βαρύ συναισθηματικά. Απαντώντας λοιπόν, στην ουσία της ερώτησής σας, γιατί να μιλήσω γι'αυτό το κομμάτι του Ελληνισμού, η απάντηση έρχεται φουριόζα και καυστική! Μα απλούστατα, γιατί σκανδαλωδώς δεν μιλάει, δεν ασχολείται κανένας σχεδόν για έναν Ελληνισμό, που έχει υποστεί τα πάνδεινα από το πιο σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς της Ευρώπης (κατά δήλωση Γρηγ. Φαράκου, τ. Γ.Γρ. ΚΚΕ) και το οποίο παρά τους πέντε αιώνες σκλαβιάς, έχει καταφέρει να διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτα την Εθνική του ταυτότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις του. Και μιλάμε, όχι για έναν Ελληνισμό ασήμαντο, αλλά για έναν Ελληνισμό που αριθμούσε κοντά 400.000 ψυχές. Ελληνικές, καθάριες ψυχές που πάλλονταν για τη μάνα Ελλάδα, μια μάνα που -όπως λέει ένας από τους ήρωες-"εμείς την είχαμε για μάνα κι εκείνη μας φέρθηκε σαν μητριά"! Η αδιαφορία λοιπόν και η εγκατάλειψη της μάνας Ελλάδας είναι μια ιστορία προκλητική και απαράδεκτη που πρέπει να έρθει στην επιφάνεια και να τη μάθουν οι Έλληνες. Αυτός είναι και βασικός λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
2. Έχετε κάνει ένα ήδη μεγάλο ταξίδι μέσα από τα προηγούμενα βιβλία σας σε θέματα που έχουν πληγώσει βαθιά την ελληνική ιστορία. Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Σμύρνη, Εμφύλιος, Κύπρος. Το ιστορικό μυθιστόρημα για εσάς έχει να κάνει με μία διαρκή υπενθύμιση προς τη σημερινή κοινωνία;
Θ.Δ.: Εγώ ήμουν μια ζωή δάσκαλος και ως τέτοιος, πέστε το από διαστροφή, πέστε το από καθήκον ή υποχρέωση προς τις επερχόμενες γενιές, θέλω όποιος διαβάζει ένα βιβλίο μου να μαθαίνει και πέντε πράγματα για την ιστορία αυτού του βασανισμένου τόπου. Γιατί όπως έχετε διαπιστώσει, κανείς από το σχολείο δεν μαθαίνει Ιστορία ή αν θέλετε, την Ιστορία που πρέπει. Χάνεται στην απεραντοσύνη των αιώνων και των γνώσεων, αλλά στην ουσία, δεν του μένει σχεδόν τίποτε. Η ιστορία λοιπόν μιας περιόδου θεωρώ ότι περνάει πολύ πιο όμορφα μέσα από ένα καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα, είναι -αν θέλετε- ένας εναλλακτικός τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας.
3. Αν και επιρρίπτετε ευθύνες προς την μητέρα Ελλάδα, και κατά τη γνώμη μου καλώς πράττετε, αυτές οι ευθύνες -θα τολμήσω να πω- είναι κάπως «ομιχλώδεις». Και για να γίνω πιο σαφής, ο λόγος σας είναι αιχμηρός όταν πρόκειται να μιλήσετε για τα κακώς κείμενα, κι εφόσον παίρνετε θέση μέσα στο βιβλίο σας, για τα δικά μας «στραβά» αυτά που οδήγησαν σε παραίτηση δικαιωμάτων μας είστε αρκούντως επιεικής (σελ. 172-173). Γιατί οι ευθύνες των εν γένει κυβερνώντων μας δεν στιγματίζονται τόσο όσο τους αναλογούν στο έργο σας;
Θ.Δ.: Εγώ δεν είμαι δικαστής, δουλειά μου δεν είναι να καταδικάσω κανέναν, αλλά να υπογραμμίσω το έγκλημα που έχει συντελεστεί εις βάρος της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου. Το μέγεθος των ευθυνών των πολιτικών ηγεσιών θα τους το καταλογίσει η ίδια η Ιστορία και πιστέψτε με, θα είναι πολύ σκληρή μαζί τους. Γιατί κανείς δεν λέει σήμερα να πάμε να απελευθερώσουμε εδάφη ή κάνει νύξεις για κάτι ανάλογο -φυσικά ούτε στο βιβλίο υπάρχουν τέτοιες νύξεις ή υπονοούμενα- αλλά οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν το καθήκον και την υποχρέωση να κρατούν την ραχοκοκαλιά τους ίσια και να μην υποκύπτουν στα συμφέροντα των μεγάλων μας φίλων αμαχητί. Πρέπει να διεκδικούμε κι εμείς για την μειονότητά μας την εφαρμογή των διεθνών συνθηκών για τις μειονότητες, ό,τι δηλαδή, διεκδικεί και η Αλβανία για τη δική της μειονότητα στο Κόσσοβο. Θεωρείτε ότι είναι τόσο τρομερό να γίνει αυτό, δυστυχώς όμως είμαστε ανάξιοι να κάνουμε και αυτό το στοιχειώδες και γινόμαστε περίγελος και των Αλβανών, οι οποίοι πρέπει να είναι περισσότερο σεμνοί απέναντι στην Ελλάδα γιατί εδώ προσέτρεξαν για βοήθεια όταν το 1991 άνοιξαν τα σύνορα.
4. Κύριε Δεύτε, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην τόσο συναρπαστική ιστορία του βιβλίου σας, έχουν κάποια πηγή αλήθειας; Υπάρχει δηλαδή πέρα από το κομμάτι της μυθοπλασίας και μέρος αληθινών περιστατικών που σας διηγήθηκαν ή βιώσατε εσείς; Καθότι το βιβλίο σας είναι αφιερωμένο στον πατέρα σας, που όπως εσείς αναφέρετε στην αφιέρωσή σας: «Σε αυτόν που τόλμησε να δραπετεύσει. Στον πατέρα μου!»
Θ.Δ.: Για να γραφεί το βιβλίο αυτό υπήρξε πολύ μεγάλη μελέτη ιστορικών στοιχείων, αλλά και ατελείωτες ώρες συζητήσεων με ανθρώπους που είχαν μπει στο μάτι του κυκλώνα του σκληρού δικτατορικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Μου διηγήθηκαν πολλές ιστορίες, πολλά βασανιστήρια, μου έδωσαν να καταλάβω καλά πως λειτουργούσε αυτό το κράτος, τι μηχανισμούς είχε, πού στηρίζονταν. Πολλοί από τους ήρωες είναι αληθινοί, άλλοι είναι φανταστικοί, όμως πιστέψτε με θα μπορούσαν να είναι και αληθινοί. Όλες αυτές οι συζητήσεις, αλλά και τα οικογενειακά βιώματα κι ακούσματα έφεραν αυτό το αποτέλεσμα, για το οποίο πρέπει να σας πω ότι καθημερινά λαμβάνω πλήθος εξαιρετικά κολακευτικών κριτικών.
5. Υπάρχει μία έντονη αντιδιαστολή μέσα στο βιβλίο μεταξύ της ζωής που ζει ο ήρωάς σας, Οδυσσέας Ντάικος, στις Η.Π.Α. και στη ζωή που ζει η οικογένειά του που απόμεινε πίσω στην Αλβανία. Χωρίς σίγουρα να υπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ των δύο χωρών, κι ούτε θα μπορούσε άλλωστε, ωστόσο η παρουσίαση των Η.Π.Α. ως μίας αποκλειστικά χώρας, όπου η δημοκρατία «δοξάζεται» (σελ. 284) καίτοι γνωρίζουμε τα συχνά φαινόμενα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων στις εκεί μειονότητες, δεν προβληματίζει τις ευαισθησίες και το παρελθόν του ήρωα;
Θ.Δ.: Ο ήρωάς μου, Οδυσσέας, είχε μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στο κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και την Αμερικανική δημοκρατία. Αν είχατε ζήσει μια εβδομάδα στο καθεστώς Χότζα σας λέω μετά λόγου γνώσης ότι δεν θα μου κάνατε αυτή την ερώτηση. Εκεί όλα τα πλάκωνε η φοβέρα και τα έσκιαζε η σκλαβιά. Φυσικά και στην Αμερική υπάρχουν ρατσιστικά και άλλα φαινόμενα ανομίας, αλλά μην ξεχνάτε ότι στην Αμερική καθαίρεσαν έναν πρόεδρο (Νίξον), που σημαίνει ότι λειτουργούν οι θεσμοί και η δημοκρατία.
6. Οι ήρωές σας τείνουν να έχουν την ανάγκη της μιας και μοναδικής απόλυτης λύτρωσης. Τα συνεχή και επαναλαμβανόμενα πάθη τους, οι ασταμάτητοι κατατρεγμοί τους και οι μοιραίες καταλήξεις των ζωών τους είναι λες και συναντάς πρόσωπα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πόσο σας έχουν επηρεάσει στα αλήθεια όλοι αυτοί οι χαρακτήρες; Και κυρίως, αν υποθέσουμε ότι έχουν το λιγότερο που μπορούμε να πούμε και ψήγματα αληθείας, πόσο έχουν «γράψει» στη δική σας ζωή;
Θ.Δ.: Μην φαντάζεστε ότι επειδή το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, δεν έχουν γίνει αντίστοιχες φρικαλεότητες. Μην φαντάζεστε ότι δεν σκότωσαν μειονοτικούς, που προσπάθησαν να διαφύγουν προς την Ελλάδα και δεν τους έδεσαν πίσω από τα τρακτέρ και δεν τους έσερναν μέσα στα μειονοτικά χωριά προς παραδειγματισμό! Συνέβη στο χωριό Αλίκου κοντά στα σύνορα, όπου σκότωσαν πέντε παλικάρια και έσυραν με τα τρακτέρ τα άψυχά τους σώματα σε όλα τα χωριά. Αυτά όλα που περιγράφω για τις φυλακές, τις εικονικές εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, τη δράση της φοβερής και τρομερής Sigurimi (κρατικής ασφάλειας) δεν είναι ψήγματα αλήθειας, είναι μέρος -αν όχι ολόκληρη η αλήθεια. Μου τα περιέγραψαν οι ίδιοι οι παθόντες. Δυστυχώς η άγνοια που υπάρχει γύρω από αυτό το θέμα είναι τεράστια και κάνει το βιβλίο πολύ επίκαιρο και πολύ ενδιαφέρον!!!
7. Δημιουργείται μία ατμόσφαιρα μέσα στο έργο σας, σχεδόν ουτοπική. Όλα και όλοι συντείνουν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν το «καλό». Σχεδόν απουσιάζουν οι «κακοί» Έλληνες, κι όπου παρουσιάζονται, δικαιολογούνται, όπως συμβαίνει το αντιστρόφως ανάλογο με τους Αλβανούς. Ακόμα και αυτός ο θάνατος, έχει λόγο ύπαρξης ως ο καταλύτης του ενός και μοναδικού έρωτα του ήρωα. Προς τι αυτή η ανάγκη σας για την υπερβατικότητα και την ωραιοποίηση της δράσης;
Θ.Δ.: Νομίζω υπερβάλλετε. Κάνω ειδική μνεία στο σαράκι που κατατρώει τη ράτσα των Ελλήνων, τη ρουφιανιά, την προδοσία, την οποία δυστυχώς και πολλοί μειονοτικοί υπηρέτησαν. Τους ζωγραφίζω με τα μελανότερα χρώματα. Αν δεν υπήρχαν οι προδότες της δικής μας πλευράς, ίσως αυτό το βάρβαρο, το σκληρό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δεν κρατιόταν τόσες δεκαετίες. Όσο για τους Αλβανούς, θα πρέπει να σας φέρω σε επαφή με αυτούς που μου περιέγραψαν το τι έχουν περάσει, για να καταλάβετε πώς αισθάνονται και τι επιδιώκει διαχρονικά το Αλβανικό κράτος, ποια είναι η στρατηγική τους επιδίωξη απέναντι στη ράτσα μας. Έναν και μοναδικό στόχο έχουν εδώ και πολλούς αιώνες, πώς θα ξεριζώσουν από τις πατρογονικές εστίες τους γηγενείς Έλληνες που ζουν πάππου προς πάππου εκεί. Όσο για τον έρωτα και το τέλος του βιβλίου, νομίζω πως ο αναγνώστης αναζητά το αίσιο τέλος, αναζητά ένα στοιχείο να γαληνέψει η ψυχή του, να αισθανθεί πάλι άνθρωπος! Πρέπει να του δώσουμε την ελπίδα, ότι όλα στη ζωή δεν μπορεί να είναι μαύρα!
Θ.Δ.: Να σας ευχαριστήσω πρώτα για τη δυνατότητα που μου δίνετε να επικοινωνήσω με το αναγνωστικό κοινό και να πω, ότι αυτό είναι το πέμπτο βιβλίο μου, που αφορά τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά αυτή τη φορά, το θέμα είναι η δική μου πατρίδα. Και αυτό από μόνο του κάνει το θέμα δυσκολότερο και πιο απαιτητικό, συνάμα δε και πιο βαρύ συναισθηματικά. Απαντώντας λοιπόν, στην ουσία της ερώτησής σας, γιατί να μιλήσω γι'αυτό το κομμάτι του Ελληνισμού, η απάντηση έρχεται φουριόζα και καυστική! Μα απλούστατα, γιατί σκανδαλωδώς δεν μιλάει, δεν ασχολείται κανένας σχεδόν για έναν Ελληνισμό, που έχει υποστεί τα πάνδεινα από το πιο σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς της Ευρώπης (κατά δήλωση Γρηγ. Φαράκου, τ. Γ.Γρ. ΚΚΕ) και το οποίο παρά τους πέντε αιώνες σκλαβιάς, έχει καταφέρει να διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτα την Εθνική του ταυτότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις του. Και μιλάμε, όχι για έναν Ελληνισμό ασήμαντο, αλλά για έναν Ελληνισμό που αριθμούσε κοντά 400.000 ψυχές. Ελληνικές, καθάριες ψυχές που πάλλονταν για τη μάνα Ελλάδα, μια μάνα που -όπως λέει ένας από τους ήρωες-"εμείς την είχαμε για μάνα κι εκείνη μας φέρθηκε σαν μητριά"! Η αδιαφορία λοιπόν και η εγκατάλειψη της μάνας Ελλάδας είναι μια ιστορία προκλητική και απαράδεκτη που πρέπει να έρθει στην επιφάνεια και να τη μάθουν οι Έλληνες. Αυτός είναι και βασικός λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
2. Έχετε κάνει ένα ήδη μεγάλο ταξίδι μέσα από τα προηγούμενα βιβλία σας σε θέματα που έχουν πληγώσει βαθιά την ελληνική ιστορία. Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Σμύρνη, Εμφύλιος, Κύπρος. Το ιστορικό μυθιστόρημα για εσάς έχει να κάνει με μία διαρκή υπενθύμιση προς τη σημερινή κοινωνία;
Θ.Δ.: Εγώ ήμουν μια ζωή δάσκαλος και ως τέτοιος, πέστε το από διαστροφή, πέστε το από καθήκον ή υποχρέωση προς τις επερχόμενες γενιές, θέλω όποιος διαβάζει ένα βιβλίο μου να μαθαίνει και πέντε πράγματα για την ιστορία αυτού του βασανισμένου τόπου. Γιατί όπως έχετε διαπιστώσει, κανείς από το σχολείο δεν μαθαίνει Ιστορία ή αν θέλετε, την Ιστορία που πρέπει. Χάνεται στην απεραντοσύνη των αιώνων και των γνώσεων, αλλά στην ουσία, δεν του μένει σχεδόν τίποτε. Η ιστορία λοιπόν μιας περιόδου θεωρώ ότι περνάει πολύ πιο όμορφα μέσα από ένα καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα, είναι -αν θέλετε- ένας εναλλακτικός τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας.
3. Αν και επιρρίπτετε ευθύνες προς την μητέρα Ελλάδα, και κατά τη γνώμη μου καλώς πράττετε, αυτές οι ευθύνες -θα τολμήσω να πω- είναι κάπως «ομιχλώδεις». Και για να γίνω πιο σαφής, ο λόγος σας είναι αιχμηρός όταν πρόκειται να μιλήσετε για τα κακώς κείμενα, κι εφόσον παίρνετε θέση μέσα στο βιβλίο σας, για τα δικά μας «στραβά» αυτά που οδήγησαν σε παραίτηση δικαιωμάτων μας είστε αρκούντως επιεικής (σελ. 172-173). Γιατί οι ευθύνες των εν γένει κυβερνώντων μας δεν στιγματίζονται τόσο όσο τους αναλογούν στο έργο σας;
Θ.Δ.: Εγώ δεν είμαι δικαστής, δουλειά μου δεν είναι να καταδικάσω κανέναν, αλλά να υπογραμμίσω το έγκλημα που έχει συντελεστεί εις βάρος της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου. Το μέγεθος των ευθυνών των πολιτικών ηγεσιών θα τους το καταλογίσει η ίδια η Ιστορία και πιστέψτε με, θα είναι πολύ σκληρή μαζί τους. Γιατί κανείς δεν λέει σήμερα να πάμε να απελευθερώσουμε εδάφη ή κάνει νύξεις για κάτι ανάλογο -φυσικά ούτε στο βιβλίο υπάρχουν τέτοιες νύξεις ή υπονοούμενα- αλλά οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν το καθήκον και την υποχρέωση να κρατούν την ραχοκοκαλιά τους ίσια και να μην υποκύπτουν στα συμφέροντα των μεγάλων μας φίλων αμαχητί. Πρέπει να διεκδικούμε κι εμείς για την μειονότητά μας την εφαρμογή των διεθνών συνθηκών για τις μειονότητες, ό,τι δηλαδή, διεκδικεί και η Αλβανία για τη δική της μειονότητα στο Κόσσοβο. Θεωρείτε ότι είναι τόσο τρομερό να γίνει αυτό, δυστυχώς όμως είμαστε ανάξιοι να κάνουμε και αυτό το στοιχειώδες και γινόμαστε περίγελος και των Αλβανών, οι οποίοι πρέπει να είναι περισσότερο σεμνοί απέναντι στην Ελλάδα γιατί εδώ προσέτρεξαν για βοήθεια όταν το 1991 άνοιξαν τα σύνορα.
4. Κύριε Δεύτε, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην τόσο συναρπαστική ιστορία του βιβλίου σας, έχουν κάποια πηγή αλήθειας; Υπάρχει δηλαδή πέρα από το κομμάτι της μυθοπλασίας και μέρος αληθινών περιστατικών που σας διηγήθηκαν ή βιώσατε εσείς; Καθότι το βιβλίο σας είναι αφιερωμένο στον πατέρα σας, που όπως εσείς αναφέρετε στην αφιέρωσή σας: «Σε αυτόν που τόλμησε να δραπετεύσει. Στον πατέρα μου!»
Θ.Δ.: Για να γραφεί το βιβλίο αυτό υπήρξε πολύ μεγάλη μελέτη ιστορικών στοιχείων, αλλά και ατελείωτες ώρες συζητήσεων με ανθρώπους που είχαν μπει στο μάτι του κυκλώνα του σκληρού δικτατορικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Μου διηγήθηκαν πολλές ιστορίες, πολλά βασανιστήρια, μου έδωσαν να καταλάβω καλά πως λειτουργούσε αυτό το κράτος, τι μηχανισμούς είχε, πού στηρίζονταν. Πολλοί από τους ήρωες είναι αληθινοί, άλλοι είναι φανταστικοί, όμως πιστέψτε με θα μπορούσαν να είναι και αληθινοί. Όλες αυτές οι συζητήσεις, αλλά και τα οικογενειακά βιώματα κι ακούσματα έφεραν αυτό το αποτέλεσμα, για το οποίο πρέπει να σας πω ότι καθημερινά λαμβάνω πλήθος εξαιρετικά κολακευτικών κριτικών.
5. Υπάρχει μία έντονη αντιδιαστολή μέσα στο βιβλίο μεταξύ της ζωής που ζει ο ήρωάς σας, Οδυσσέας Ντάικος, στις Η.Π.Α. και στη ζωή που ζει η οικογένειά του που απόμεινε πίσω στην Αλβανία. Χωρίς σίγουρα να υπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ των δύο χωρών, κι ούτε θα μπορούσε άλλωστε, ωστόσο η παρουσίαση των Η.Π.Α. ως μίας αποκλειστικά χώρας, όπου η δημοκρατία «δοξάζεται» (σελ. 284) καίτοι γνωρίζουμε τα συχνά φαινόμενα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων στις εκεί μειονότητες, δεν προβληματίζει τις ευαισθησίες και το παρελθόν του ήρωα;
Θ.Δ.: Ο ήρωάς μου, Οδυσσέας, είχε μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στο κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και την Αμερικανική δημοκρατία. Αν είχατε ζήσει μια εβδομάδα στο καθεστώς Χότζα σας λέω μετά λόγου γνώσης ότι δεν θα μου κάνατε αυτή την ερώτηση. Εκεί όλα τα πλάκωνε η φοβέρα και τα έσκιαζε η σκλαβιά. Φυσικά και στην Αμερική υπάρχουν ρατσιστικά και άλλα φαινόμενα ανομίας, αλλά μην ξεχνάτε ότι στην Αμερική καθαίρεσαν έναν πρόεδρο (Νίξον), που σημαίνει ότι λειτουργούν οι θεσμοί και η δημοκρατία.
6. Οι ήρωές σας τείνουν να έχουν την ανάγκη της μιας και μοναδικής απόλυτης λύτρωσης. Τα συνεχή και επαναλαμβανόμενα πάθη τους, οι ασταμάτητοι κατατρεγμοί τους και οι μοιραίες καταλήξεις των ζωών τους είναι λες και συναντάς πρόσωπα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πόσο σας έχουν επηρεάσει στα αλήθεια όλοι αυτοί οι χαρακτήρες; Και κυρίως, αν υποθέσουμε ότι έχουν το λιγότερο που μπορούμε να πούμε και ψήγματα αληθείας, πόσο έχουν «γράψει» στη δική σας ζωή;
Θ.Δ.: Μην φαντάζεστε ότι επειδή το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, δεν έχουν γίνει αντίστοιχες φρικαλεότητες. Μην φαντάζεστε ότι δεν σκότωσαν μειονοτικούς, που προσπάθησαν να διαφύγουν προς την Ελλάδα και δεν τους έδεσαν πίσω από τα τρακτέρ και δεν τους έσερναν μέσα στα μειονοτικά χωριά προς παραδειγματισμό! Συνέβη στο χωριό Αλίκου κοντά στα σύνορα, όπου σκότωσαν πέντε παλικάρια και έσυραν με τα τρακτέρ τα άψυχά τους σώματα σε όλα τα χωριά. Αυτά όλα που περιγράφω για τις φυλακές, τις εικονικές εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, τη δράση της φοβερής και τρομερής Sigurimi (κρατικής ασφάλειας) δεν είναι ψήγματα αλήθειας, είναι μέρος -αν όχι ολόκληρη η αλήθεια. Μου τα περιέγραψαν οι ίδιοι οι παθόντες. Δυστυχώς η άγνοια που υπάρχει γύρω από αυτό το θέμα είναι τεράστια και κάνει το βιβλίο πολύ επίκαιρο και πολύ ενδιαφέρον!!!
7. Δημιουργείται μία ατμόσφαιρα μέσα στο έργο σας, σχεδόν ουτοπική. Όλα και όλοι συντείνουν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν το «καλό». Σχεδόν απουσιάζουν οι «κακοί» Έλληνες, κι όπου παρουσιάζονται, δικαιολογούνται, όπως συμβαίνει το αντιστρόφως ανάλογο με τους Αλβανούς. Ακόμα και αυτός ο θάνατος, έχει λόγο ύπαρξης ως ο καταλύτης του ενός και μοναδικού έρωτα του ήρωα. Προς τι αυτή η ανάγκη σας για την υπερβατικότητα και την ωραιοποίηση της δράσης;
Θ.Δ.: Νομίζω υπερβάλλετε. Κάνω ειδική μνεία στο σαράκι που κατατρώει τη ράτσα των Ελλήνων, τη ρουφιανιά, την προδοσία, την οποία δυστυχώς και πολλοί μειονοτικοί υπηρέτησαν. Τους ζωγραφίζω με τα μελανότερα χρώματα. Αν δεν υπήρχαν οι προδότες της δικής μας πλευράς, ίσως αυτό το βάρβαρο, το σκληρό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δεν κρατιόταν τόσες δεκαετίες. Όσο για τους Αλβανούς, θα πρέπει να σας φέρω σε επαφή με αυτούς που μου περιέγραψαν το τι έχουν περάσει, για να καταλάβετε πώς αισθάνονται και τι επιδιώκει διαχρονικά το Αλβανικό κράτος, ποια είναι η στρατηγική τους επιδίωξη απέναντι στη ράτσα μας. Έναν και μοναδικό στόχο έχουν εδώ και πολλούς αιώνες, πώς θα ξεριζώσουν από τις πατρογονικές εστίες τους γηγενείς Έλληνες που ζουν πάππου προς πάππου εκεί. Όσο για τον έρωτα και το τέλος του βιβλίου, νομίζω πως ο αναγνώστης αναζητά το αίσιο τέλος, αναζητά ένα στοιχείο να γαληνέψει η ψυχή του, να αισθανθεί πάλι άνθρωπος! Πρέπει να του δώσουμε την ελπίδα, ότι όλα στη ζωή δεν μπορεί να είναι μαύρα!
(©Θανάσης Σταυρόπουλος για τα Βιβλιοσημεία)