Περίληψη οπισθόφυλλου:
Αναστασία. Έτσι έλεγαν τη μεγαλύτερη από τις τρεις όμορφες κόρες του παπα-Γιάννη, του Ορθόδοξου παπά του νησιού, σε λίγους μήνες γινόταν δεκατεσσάρων ετών, όμορφη σαν ήλιος φωτεινός...
Είχε η εικόνα της γαντζωθεί στην καρδιά του ατρόμητου Θεόφιλου και τη μάτωνε από έρωτα και ίμερο…
Και τώρα κόντρα στο πρωινό αεράκι τη φανταζόταν...Έφερνε τη
διάφανη εικόνα της μπροστά στα μάτια του, κι οι άλλοι ναύτες στο κατάστρωμα τον κοίταζαν και κρυφογελούσαν μεταξύ τους, γιατί ήξεραν για ποιόν λόγο αναστέναζε και ξαναναστέναζε χωρίς τελειωμό...
Κάπως έτσι αρχίζει η αληθινή, συναρπαστική και δραματική ιστορία της Αναστασίας, που ένας άνεμος τρελός της μοίρας, θα την αρπάξει απ᾽ το νησί της και θα την ρίξει χανούμισσα στα πόδια του σουλτάνου Αχμέτ του Πρώτου. Θα κυριαρχήσει στο Χαρέμι λιγότερο με την ομορφιά της και περισσότερο με τον χαρακτήρα της. Θα γίνει μεγάλη σουλτάνα, πρώτη καντινεφέντη και χασεκί, λατρεμένη και μισητή... Θα βασιλέψει στην Ιστανμπούλ σχεδόν σαράντα χρόνια, ευνοώντας τους δυστυχείς, τους κατατρεγμένους και το βασανισμένο Ρωμαίικο. Θα στηρίξει κρυφά τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι, θανάσιμο εχθρό των Ιησουϊτών που αλωνίζουν τον ελλαδικό χώρο και προσηλυτίζουν το ορθόδοξο ποίμνιο στον Καθολικισμό. Θα αγωνιστεί για να σταματήσει τον «αδελφοκτονικό νόμο» και θα υψώσει το ανάστημά της στον απροσπέλαστο τοίχο των Ουλεμάδων. Θα κερδίσει προσωπικές μάχες. Θα υποστεί σαρωτικές ήττες. Θα μείνει στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως η μεγαλύτερη σουλτάνα όλων των εποχών. Ήταν αυτή που σταμάτησε το άθλιο παιδομάζωμα...
Η άποψή μου:
(γράφει η Άνα Ζάχαρη)
Έχει περάσει κιόλας ένας αιώνας από τότε που η Πόλη αλώθηκε, που η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος έπεσε, παραχωρώντας μέσα από πολύ πόνο και αίμα την θέση της, σ’εκείνη των Οθωμανών σουλτάνων. Από εκεί ξεκινά το βιβλίο και προχωρά με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, βάζοντας κατευθείαν τον αναγνώστη στο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο.
Η βαρβαρότητα με συνεργούς τη σκληρότητα και το άλγος σκοτείνιαζε τις ζωές των κατακτηθέντων. Η πειρατεία, πιο ανθηρή παρά ποτέ, δήωνε τις ελληνικές ακτές και τα νησιά λεηλατώντας κι αρπάζοντας μεγάλους και παιδιά -αγόρια και κορίτσια. Μα ούτε οι ξένοι υπήκοοι είχαν καλύτερη τύχη αν το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν είχε την κακοτυχία να πέσει πάνω σε πειρατικό: οι μεγάλοι, κατεργάρηδες στο κάτεργο μέχρι να βγει η ψυχή τους, τα παιδιά στα χαρέμια να ικανοποιούν τις ορέξεις των ισχυρών. Κάποιων κοριτσιών από αυτά η μοίρα παράξενη: έμελλε να φτάσουν σε υψηλά αξιώματα. Από εκεί που στοιβάζονταν στο σουλτανικό χαρέμι, η γέννηση ενός διαδόχου τις έφερνε μπροστά. Κι αν η μοίρα το ήθελε κι ο γιος γινόταν σουλτάνος, τότε κατείχαν την υψηλότερη για γυναίκες θέση στην αυτοκρατορία.
Μια από αυτές η Αναστασία. Η μοίρα της κατά τι αλλιώτικη από των άλλων, αφού όχι μόνο υπήρξε μάνα δυο μετέπειτα σουλτάνων, αλλά αγαπήθηκε από τον Αχμέτ Α’ γινόμενη στο τέλος σύζυγος αυτού ως Κιοσέμ, Φεγγαροπρόσωπη δηλαδή, σουλτάνα. Παρά τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό που υπέστη δεν λησμόνησε τους ομόφυλους και την παλιά της θρησκεία, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους ανακουφίσει. Και όχι μόνο αυτούς. Κάθε φτωχός και κατατρεγμένος ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας έβρισκε κοντά της καταφύγιο και προστασία.
Η κυρία Κεκροπούλου κατάφερε να μετατρέψει ένα άκρως ιστορικό πόνημα σε μυθιστορηματική αφήγηση και να φέρει μια εποχή, χαμένη ανάμεσα στις κιτρινισμένες σελίδες της ιστορίας, κοντά μας. Οι διάλογοι έδωσαν αμεσότητα και ζωντάνια. Διαβάζοντας, δημιουργείται η αίσθηση ενός πίνακα, που χάνοντας το μουντό πέπλο που του χάρισε ο χρόνος, αποκαλύπτει ξανά τα λαμπερά του χρώματα. Η δουλειά της εκπληκτική και όχι απλά για το τάλαντο της γραφής. Η βιβλιογραφία που παραθέτει, αποδεικνύει πόσο «βυθίστηκε» στα ιστορικά συγγράμματα ώστε να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο τα γεγονότα, μη ούσα μάλιστα η ίδια ιστορικός, όπως διάβασα στο βιογραφικό της σημείωμα.
Σημαντική θεωρώ την αναφορά στον γιατρό Εμμανουήλ Τιμόνη και τον ρόλο που του επιφύλαξε, παρά το γεγονός πως ο Τιμόνης είναι κατά έναν αιώνα μεταγενέστερος. Αλλά όπως είπαμε, πρόκειται για μυθιστορία και όχι για ιστορικό πόνημα. Ο Τιμόνης, μαζί με τον Ιάκωβο Πυλαρινό επέτυχαν τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς, τον περίφημο «ευλογιασμό» και υπήρξαν πρωτοπόροι, άξιοι να τους θυμάται και να τους μνημονεύει κανείς...
Η άποψή μου:
(γράφει η Άνα Ζάχαρη)
Έχει περάσει κιόλας ένας αιώνας από τότε που η Πόλη αλώθηκε, που η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος έπεσε, παραχωρώντας μέσα από πολύ πόνο και αίμα την θέση της, σ’εκείνη των Οθωμανών σουλτάνων. Από εκεί ξεκινά το βιβλίο και προχωρά με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, βάζοντας κατευθείαν τον αναγνώστη στο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο.
Η βαρβαρότητα με συνεργούς τη σκληρότητα και το άλγος σκοτείνιαζε τις ζωές των κατακτηθέντων. Η πειρατεία, πιο ανθηρή παρά ποτέ, δήωνε τις ελληνικές ακτές και τα νησιά λεηλατώντας κι αρπάζοντας μεγάλους και παιδιά -αγόρια και κορίτσια. Μα ούτε οι ξένοι υπήκοοι είχαν καλύτερη τύχη αν το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν είχε την κακοτυχία να πέσει πάνω σε πειρατικό: οι μεγάλοι, κατεργάρηδες στο κάτεργο μέχρι να βγει η ψυχή τους, τα παιδιά στα χαρέμια να ικανοποιούν τις ορέξεις των ισχυρών. Κάποιων κοριτσιών από αυτά η μοίρα παράξενη: έμελλε να φτάσουν σε υψηλά αξιώματα. Από εκεί που στοιβάζονταν στο σουλτανικό χαρέμι, η γέννηση ενός διαδόχου τις έφερνε μπροστά. Κι αν η μοίρα το ήθελε κι ο γιος γινόταν σουλτάνος, τότε κατείχαν την υψηλότερη για γυναίκες θέση στην αυτοκρατορία.
Μια από αυτές η Αναστασία. Η μοίρα της κατά τι αλλιώτικη από των άλλων, αφού όχι μόνο υπήρξε μάνα δυο μετέπειτα σουλτάνων, αλλά αγαπήθηκε από τον Αχμέτ Α’ γινόμενη στο τέλος σύζυγος αυτού ως Κιοσέμ, Φεγγαροπρόσωπη δηλαδή, σουλτάνα. Παρά τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό που υπέστη δεν λησμόνησε τους ομόφυλους και την παλιά της θρησκεία, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους ανακουφίσει. Και όχι μόνο αυτούς. Κάθε φτωχός και κατατρεγμένος ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας έβρισκε κοντά της καταφύγιο και προστασία.
Η κυρία Κεκροπούλου κατάφερε να μετατρέψει ένα άκρως ιστορικό πόνημα σε μυθιστορηματική αφήγηση και να φέρει μια εποχή, χαμένη ανάμεσα στις κιτρινισμένες σελίδες της ιστορίας, κοντά μας. Οι διάλογοι έδωσαν αμεσότητα και ζωντάνια. Διαβάζοντας, δημιουργείται η αίσθηση ενός πίνακα, που χάνοντας το μουντό πέπλο που του χάρισε ο χρόνος, αποκαλύπτει ξανά τα λαμπερά του χρώματα. Η δουλειά της εκπληκτική και όχι απλά για το τάλαντο της γραφής. Η βιβλιογραφία που παραθέτει, αποδεικνύει πόσο «βυθίστηκε» στα ιστορικά συγγράμματα ώστε να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο τα γεγονότα, μη ούσα μάλιστα η ίδια ιστορικός, όπως διάβασα στο βιογραφικό της σημείωμα.
Σημαντική θεωρώ την αναφορά στον γιατρό Εμμανουήλ Τιμόνη και τον ρόλο που του επιφύλαξε, παρά το γεγονός πως ο Τιμόνης είναι κατά έναν αιώνα μεταγενέστερος. Αλλά όπως είπαμε, πρόκειται για μυθιστορία και όχι για ιστορικό πόνημα. Ο Τιμόνης, μαζί με τον Ιάκωβο Πυλαρινό επέτυχαν τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς, τον περίφημο «ευλογιασμό» και υπήρξαν πρωτοπόροι, άξιοι να τους θυμάται και να τους μνημονεύει κανείς...
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Ελένη Κεκροπούλου
Σελίδες: 800
Ημερ. έκδοσης: Δεκέμβριος 2017
ISBN: 978-618-5284- 42-8