7+1 ερωτήσεις στον Μιχάλη Κατσιμπάρδη

Με αφορμή το βιβλίο «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι», η Ανδρομάχη Κοκόση ρώτησε τον συγγραφέα Μιχάλη Κατσιμπάρδη...

Η άποψή της για το βιβλίο εδώ. Το δελτίο Τύπου για το βιβλίο εδώ.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Α.Κ.: Μιχάλη, καταρχήν να σε καλησπερίσω στα «Βιβλιοσημεία». Ξέρω πως οι αναγνώστες σου, περιμένουν πως και πως να σε γνωρίσουν λίγο καλύτερα μέσα από αυτήν τη συνομιλία, και σε ευχαριστώ θερμά που είσαι εδώ. Πες μας λοιπόν:
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Ποιό ήταν το πρώτο συναίσθημα ή εικόνα που είχες, όταν έγραψες το τέλος;
Μ.Κ.: Η τελευταία τελεία στο βιβλίο μου συνοδεύτηκε από μια βαθιά ανακούφιση, από ένα αίσθημα διανοητικής και συναισθηματικής πληρότητας. Η φόρτισή μου σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής ήταν ιδιαίτερα έντονη, εφόσον ο ήρωας ήταν όχι απλώς υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ο ίδιος ο πατέρας μου και τα βιώματά του, σε μια τραγική εποχή, οδυνηρά και ανεξίτηλα. Θα έλεγα ότι με τη συγγραφή εκπληρώθηκε ένα προσωπικό χρέος μου. Μια εσωτερική ανάγκη να διασώσω μια παραδομένη μνήμη. Η εικόνα του ταλαιπωρημένου πατέρα μου να αφηγείται την ιστορία του ήταν η εικόνα που κυριάρχησε στο μυαλό μου εκείνες τις στιγμές.

2. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για να σένα να αποστασιοποιηθείς από τα γεγονότα και από την ταυτότητα του γιου, και να λειτουργήσεις ως συγγραφέας; Πιστεύεις πως το πέτυχες;
Μ.Κ.: Βασική μου επιδίωξη εξαρχής ήταν να ελέγξω ή καλύτερα να τιθασεύσω τα έντονα συναισθήματά μου, διότι αφενός θα επηρέαζαν το ιστορικό αφήγημα και αφετέρου γιατί θα υπαγόρευαν ή ακόμα και θα εκβίαζαν το συναίσθημα του αναγνώστη. Η αποστασιοποίησή μου δεν ήταν εύκολη, απαιτούσε συστηματική προσπάθεια και κάποιες φορές επαναγραφή του κειμένου. Θεωρώ εκ του αποτελέσματος ότι έγινε κατορθωτό. Ότι δηλαδή διασώθηκε και η ιστορική αλήθεια και η αντικειμενικοποίηση του συναισθηματικού φορτίου.

3. Πώς νιώθεις τώρα, που όλοι γνωρίζουμε την ιστορία του πατέρα σου; Πιστεύεις πως θεώρησε τον εαυτό του ήρωα;
Μ.Κ.: Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, αν ήσουν ελάχιστα συνειδητοποιημένος, δεν μπορούσαν να σε αφήσουν αδιάφορο και αμέτοχο. Όχι ότι δεν υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις. Ωστόσο, όταν είσαι νέος, πολιτικοποιημένος και ζεις μέσα στη φρικτή δίνη των πραγμάτων, δεν έχεις πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης με τον εαυτό σου. Όσοι αντιστάθηκαν και πολέμησαν για γνήσιες αξίες και ιδανικά, εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς, έδρασαν αυθόρμητα, άδολα και χωρίς την αίσθηση ότι δρούσαν σαν ξεχωριστοί άνθρωποι, σαν ήρωες. Ήταν μια αδήριτη ανάγκη να ζήσουν ελεύθεροι και αξιοπρεπείς.

4. Ποιες ήταν οι προσδοκίες και τα όνειρά σου όταν αποφάσισες να το εκδώσεις;
Μ.Κ.: Η σκέψη της έκδοσης δεν υπήρχε σε πρώτο στάδιο. Η ολοκλήρωση του χειρογράφου μού πρόσφερε -όπως είπα- προσωπική διέξοδο κι αυτό τότε, μου αρκούσε. Ωστόσο, οι παραινέσεις κοντινών μου ανθρώπων με ώθησαν να τολμήσω το βήμα της έκδοσής του. Το βιβλίο αγκαλιάστηκε από πολλούς, γνωστούς κι εντελώς αγνώστους, που μοιράστηκαν μαζί μου την ιστορία του πατέρα μου, μια ιστορία από τις πολλές και ανομολόγητες εκείνης της εποχής. Εκπληρώθηκε πάντως η επιθυμία μου η ατομική μνήμη να μετατραπεί σε συλλογική.

5. Πώς ένιωσες όταν άγγιξες για πρώτη φορά το βιβλίο αυτό;
Μ.Κ.: Είναι το πρώτο λογοτεχνικό μου βιβλίο. Όταν κρατάς στα χέρια σου το δημιούργημά σου, που θα μοιραστούν μαζί σου τόσοι αναγνώστες, δεν μπορεί παρά να νιώθεις συγκίνηση, χαρά και ίσως περηφάνια. Και ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης, θα πρόσθετα, γιατί κάθε έκδοση είναι και μια ανελέητη έκθεση σε κάθε είδους κριτική.

6. Γιατί επέλεξες να το εκδώσεις 20 χρόνια μετά τον θάνατό του;
Μ.Κ.: Το βιβλίο στηρίχτηκε κυρίως σε μια παραδομένη μνήμη, που είχε τη μορφή της λυτρωτικής εξομολόγησης του πατέρα μου, λίγο πριν τον θάνατό του. Η ωρίμανση της γραφής καθυστέρησε αρκετά, είναι αλήθεια. Ωστόσο, από τη στιγμή της απόφασης έπρεπε να εμπλουτιστεί με διασταυρωμένες πληροφορίες για να μην προδοθεί η ιστορική αλήθεια. Αυτό απαίτησε, επιτόπιες έρευνες, συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές και μελέτη, στοιχεία που απαιτούσαν χρόνο. Επιπλέον, στο βιβλίο σκιαγραφείται και η σχέση μου με τον πατέρα μου γι’ αυτό κι έπαιξε τον ρόλο του οριστικού αποχαιρετισμού του.

7. Γράφεις κάτι αυτόν τον καιρό;
Μ.Κ.: Το δεύτερο λογοτεχνικό μου εγχείρημα έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από το πρώτο. Αφορά τις καθημερινές περιπέτειες μια ομάδας παιδιών κατά τη διάρκεια της χούντας, με έντονα κωμικά στοιχεία, νοσταλγική διάθεση για τους μεγαλύτερους και ηθογραφική σκιαγράφηση της ιδιαίτερης εκείνης εποχής.

8. Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μίνι-συνομιλίας, και αφού σε ευχαριστήσω για ακόμα μία φορά, θα ήθελα να έχεις εσύ τον τελευταίο λόγο, και να πεις στους αναγνώστες σου ό,τι θέλεις.
Μ.Κ.: Σε μια έντονα αντιποιητική και αντιλογοτεχνική εποχή η αντίσταση των ανθρώπων δεν απαιτεί πολλά για να ευοδώσει. Η καταφυγή στο βιβλίο μπορεί να είναι παλιά μέθοδος, είναι όμως η πλέον αποτελεσματική και αποδοτική. Μιλώ κυρίως ως αναγνώστης και λιγότερο ως συγγραφέας. Με την τελευταία μου ιδιότητα θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους όσοι -διαβάζοντας το βιβλίο μου- μοιράστηκαν συναισθήματα και σκέψεις μου, ελπίζοντας ότι άγγιξα κάποιες ευαίσθητες χορδές τους...

Καλοτάξιδο!!!
(©Ανδρομάχη Κοκόση για τα Βιβλιοσημεία)
Μοιράσου το άρθρο: :
 
Copyright © 2017-2024. ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΕΙΑ - All Rights Reserved
Created by Vivliosimeia | Published by Vivliosimeia |
Proudly powered by Vivliosimeia.blogspot.gr