Περίληψη οπισθόφυλλου:
Όταν η Νοεμί Ταμποάδα παίρνει ένα απελπισμένο γράμμα από τη νιόπαντρη ξαδέλφη της, η οποία την εκλιπαρεί να τη σώσει από έναν μυστηριώδη κίνδυνο, είναι ολοφάνερο ότι κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Οι σικ τουαλέτες της Νοεμί και το άψογο κραγιόν της ταιριάζουν περισσότερο σε κοκτέιλ πάρτι παρά σε ερασιτέχνη ντετέκτιβ, φεύγει όμως αμέσως για το απομακρυσμένο αρχοντικό στην ύπαιθρο του Μεξικού.
Έξυπνη και ανυποχώρητη, η Νοεμί διαθέτει ακλόνητη βούληση, και δεν φοβάται τίποτα. Ούτε τον νέο, απειλητικό και ταυτόχρονα σαγηνευτικό, σύζυγο της ξαδέλφης της, τον Βέρτζιλ Ντόιλ, ούτε τον πατέρα του, Χάουαρντ, τον υπέργηρο πατριάρχη που φαίνεται συνεπαρμένος από τη Νοεμί, ούτε καν το ίδιο το σπίτι, το οποίο αρχίζει να εισβάλλει στα όνειρά της με οράματα βουτηγμένα στο αίμα και την καταστροφή.
Μαγνητισμένη από τον τρομακτικό και, παρόλα αυτά, σαγηνευτικό κόσμο του παλιού αρχοντικού, η Νοεμί δεν θα αργήσει να συνειδητοποιήσει ότι της είναι αδύνατον ν’ αφήσει αυτό το αινιγματικό σπίτι.
Η άποψή μου:
Ο Βερτζίλ είναι πανέμορφος, αυτό του το αναγνωρίζω αλλά μέχρι εκεί... Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Νοεμί Ταμοάδα είναι μια νεαρή όμορφη, πλούσια, καλομαθημένη αλλά όχι κακότροπη, κι έχει ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο. Της αρέσουν οι κοσμικότητες, τα κοκτέιλ πάρτι, η διασκέδαση, το φλερτ, πράγμα που φέρνει σε αμηχανία τους νεαρούς που την περιτριγυρίζουν. Αυτή η αιθέρια ύπαρξη με το σκουρόχρωμο δέρμα, το υπέροχο σώμα και τα φινετσάτα φορέματα πρέπει να πάει να κλειστεί σε ένα παλιό αρχοντικό της δεκαετίας του πενήντα; Όχι, χωρίς φυσικά να αποσπάσει από τον πατέρα της κάποιο αντάλλαγμα για αυτήν την ταλαιπωρία. Έτσι ξεκινά με δυο αρκετά παραγεμισμένες βαλίτσες και τα ψηλοτάκουνά της, που από ό,τι βλέπω δεν αποχωρίζεται καθ'όλη τη διάρκεια του βιβλίου, προκειμένου να βοηθήσει τη γαλακτερή (από άποψη δέρματος) αλλά και ντελικάτη ξαδέρφη της.
Ένα αυτοκίνητο πολυτελές, που όμως έχει χάσει την αίγλη του, την υποδέχεται για να την ανεβάσει στο αποκαλούμενο Ψηλό σπίτι. Από εκεί και πέρα ο αναγνώστης χάνεται στις σελίδες του μυθιστορήματος.
Η ηρωίδα αρχίζει να έχει οπτικοακουστικές ψευδαισθήσεις -ακούει ανεπαίσθητα, ντελικάτα βήματα. Συνυπάρχει με τους ιδιόρρυθμους ιδιοκτήτες του σπιτιού, από την αυταρχική, αυστηρή και κακότροπη Φλόρενς ως το υπέργηρο, υπερφύαλο και σακατεμένο λείψανο της οικογένειας, που αποτελεί όμως το μεγάλο κεφάλι του σπιτιού κι ακούει στο όνομα Χάουαρντ Ντόιλ.
Ο Χάουαρντ Ντόιλ είναι μεγάλο κεφάλαιο του βιβλίου. Αποτελεί τον "Γκεστ Σταρ", αφού δεν εμφανίζεται πολύ, αλλά κάθε στιγμή κάνει αισθητή την παρουσία του. Όλη η οικογένεια μοιάζει να σέβεται, να υπακούει αλλά και να εξαρτάται από αυτόν. Ένας άνθρωπος ανάλγητος, που πιστεύει ακράδαντα και στηρίζει την καθαρότητα της φυλής των Ντόιλ, μιλάει απαξιωτικά για τις γυναίκες κι όμως, δείχνει να γοητεύεται από το μπρίο και την εξυπνάδα της νεοφερμένης.
Εκεί συναντάμε και τον Βερτζίλ Ντόιλ που από όσο μπόρεσα να καταλάβω μέσα στην αγωνία μου είναι ο πρωτότοκος του Χάουαρντ, ένας πανέμορφος αλλά ξιπασμένος άντρας, που μοιάζει να κρατά τα ηνία του σπιτιού και να έχει απαντήσεις για το καθετί, Ένας άντρας που λέει ότι φροντίζει και νοιάζεται για τη συμβία του, αλλά η στάση και το βλέμμα του δείχνουν εντελώς το αντίθετο.
Και μιας που μιλάμε για αντίθετα, η Καταλίνα, ξαδέρφη της Νοεμί, μοιάζει εντελώς αντίθετη και στο σώμα και στην ψυχή από την πρωταγωνίστρια. Λίγες εμφανίσεις κι εκείνη στο βιβλίο αλλά καθοριστικές, νευραλγικές θα έλεγα.
Ο περίγυρος δείχνει να σέβεται αλλά και να φοβάται τους Ντόιλ, κανείς από την πόλη δε φαίνεται να θέλει να έχει και πολλές παρτίδες μαζί τους. Ήρθαν από την Αγγλία πριν πολλά χρόνια για να διεκδικήσουν αυτό το κομμάτι γης στο βουνό, που έβγαζε κάποτε πληθώρα ασημιού, μα από ένα σημείο και μετά, είναι λες κι έπεσε κατάρα στην οικογένεια. Οι ντόπιοι ούτε ασχολούνται, ούτε μιλούν γι'αυτούς πλέον. Μια τοπική βοτανολόγος, η Μάρτα μοιάζει να γνωρίζει πολλά. Τι θα αποκαλύψει άραγε στην Ναόμι;
Κι όσο προχωρούν οι σελίδες βυθιζόμαστε κι εμείς στην γοτθική ατμόσφαιρα του σιωπηλού σπιτιού. Η υπολειτουργία του ρεύματος, τα κεριά και οι λάμπες πετρελαίου κάνουν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο απειλητική. Τι υπάρχει εκεί που πρέπει να φοβάσαι;
Με ρυθμούς γρήγορους χωρίς ψεγάδι ούτε στους διαλόγους, ούτε στην αφήγηση η Μορένο μας αγκιστρώνει στο κλίμα που θέλει -όπως η αράχνη πιάνει τη μύγα στον ιστό της- για να μας δώσει το πιο εντυπωσιακό τέλος που έχω διαβάσει μέχρι τώρα σε βιβλίο! Μετά από χρόνια νιώθοντας κορεσμό απ'όλα όσα έχω δει και διαβάσει, ένιωσα μια άγρια χαρά, που βρήκα κάτι που δεν είχα συναντήσει ή ζήσει!
Πέρασε όλα τα ψυχολογικά τεστ! Λίγο έλειψε να χάσω τη στάση που κατέβαινα, καθώς διάβαζα -δεν ήξερα που βρισκόμουν, μπήκα μέσα στο σπίτι, κάθισα στην κρεβατοκάμαρά της, ένιωσα ό,τι ένιωθε η Νοεμί. Όταν τελείωσα την ανάγνωση, μου μιλούσαν και δεν καταλάβαινα τι μου λένε. Μια αξεπέραστη γοτθική ατμόσφαιρα, που κάποιες στιγμές τολμώ να βάλω στα γραπτά μου, αλλά τούτο εδώ τι να πω; Είναι στον υπερθετικό βαθμό! Ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες μου για πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας!
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Silvia Moreno-Garcia
Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Σελίδες: 408
Ημερ. έκδοσης: 13/10/2021
ISBN: 978-960-645-212-3
Η Σίλβια Μορένο-Γκαρσία είναι συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Μεξικό, ζει στο Βανκούβερ του Καναδά.
Έχει επιμεληθεί μια σειρά ανθολογιών, συμπεριλαμβανομένης της βραβευμένης με το βραβείο World Fantasy She Walks in Shadows. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τη συγγραφέα στη σελίδα της.