Περίληψη οπισθόφυλλου:
«Ήρθα στο Σαποτάλ για να πεθάνω, επιτέλους. Με το που πάτησα το πόδι μου στο χωριό, ξεφορτώθηκα όλα όσα είχα στις τσέπες μου: τα κλειδιά του σπιτιού που εγκατέλειψα στην πόλη, το πλαστικό χρήμα και ό,τι έφερε το όνομά μου ή τη φωτογραφία του προσώπου μου. Όλα κι όλα έχω τρεις χιλιάδες πέσος, διακόσια γραμμάρια όπιο κι ένα τέταρτο της ουγγιάς ηρωίνη, κι αυτά πρέπει να μου είναι αρκετά για να πεθάνω».
Ο πρωταγωνιστής ετούτης της ιστορίας αναζητά το αμετάκλητο ραντεβού με τη Λαίδη που έχει τη μορφή άσπρης σκόνης, και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι στην άκρη της νύχτας, στη διάρκεια του οποίου θα συναντηθεί με ανησυχαστικά πρόσωπα, με φαντάσματα νεκρών φίλων, με αναμνήσεις της μεγάλης πόλης που άφησε πίσω του αλλά και με το ίδιο το παρελθόν του. Ο νεαρός Ματέο Γκαρσία Ελισόντο, με ύφος μαυλιστικό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, αφηγείται ένα ταξίδι στην καρδιά του σκότους, την απόκοσμη κατάβαση στην κόλαση ενός εθισμένου που διεισδύει σε ένα μονοπάτι έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό, τον οποίο πλησιάζει όλο και περισσότερο. Το λογοτεχνικό ντεμπούτο ενός φέρελπι συγγραφέα.
Η άποψή μου:
Πριν ξεκινήσω να μιλάω γι αυτόν τον συγγραφέα-έκπληξη, θα μιλήσω για την ευχαρίστηση της αφής και της όρασης. Έχω χρόνια να πιάσω σκληρό εξώφυλλο, που παραπέμπει σε αληθινό βιβλίο και όχι προχειροδουλειά. Ευχαριστήθηκα επίσης το σκοτεινό-gothic θέμα του εξωφύλλου. Στην πορεία της ανάγνωσης παρατήρησα ότι η μεταφράστρια έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και έχει ερευνήσει σε βάθος το λεξιλόγιο των «jankies» και ναι, ο πρωταγωνιστής είναι ναρκομανής -σε όποιον δεν αρέσει το θέμα, ας το προσπεράσει τώρα, ξέροντας ότι θα χάσει ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα! Γιατί το λέω αυτό;
Έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε τους ναρκομανείς από την σκοπιά του υγειούς ανθρώπου. Στην ίδια παγίδα πέφτουν και οι περισσότεροι συγγραφείς, δηλαδή προσεγγίζουν τους ναρκομανείς σαν εγκληματίες. Μου αρέσει η προσέγγιση του ρομαντικού, που θέλει να πεθάνει, γιατί έχασε τη γυναίκα του. Το νιώθεις ότι βασανίζεται. Η ενοχή μέσα του δεν λέει να σβήσει. Ξέρει ότι εκείνη έπεσε στην ηρωίνη εξαιτίας του. Δεν συγχωρεί τον εαυτό του. Το μόνο που θέλει, είναι να τη συναντήσει.
Στην προσπάθειά του αυτή, πηγαίνει σε μια πόλη του Μεξικό, ξεχασμένη από το Θεό. Να μου πείτε γιατί εκεί; Τον καταλαβαίνω απόλυτα. Όταν είναι κάποιος αποφασισμένος να πεθάνει, θέλει να το κάνει μακριά από το σπίτι του, να μην υπάρξει καμιά μεταμέλεια, καμιά διάθεση για επιστροφή. Τον ήρωα δεν τον φοβίζει ο θάνατος, αλλά αυτή η αίσθηση της ανυπαρξίας. Ίσως να είναι πιο λειτουργικό να αφήσεις την τελευταία σου πνοή κάπου, που δεν σε ξέρει κανείς. Οι κάτοικοι τού φέρονται απαξιωτικά. Άλλοτε με περιέργεια κι άλλοτε με φανερή αποστροφή, πράγμα που δεν φαίνεται να τον επηρεάζει ούτε στο ελάχιστο! Έχει ένα ραντεβού -ραντεβού με τη Λαίδη!
Η ίδια η πόλη με τις αχανείς εκτάσεις και τα άνυδρα τοπία με κάνει να σκέφτομαι συνέχεια τη μέρα των νεκρών -μια πομπή, κατά την οποία τιμούν τους νεκρούς και λαβαίνει χώρα τις δύο τελευταίες μέρες του Halloween.
Τόσο η Λαίδη (ηρωίνη) όσο και «λα μουέρτε» στα λατινόφωνα κράτη (ο θάνατος) είναι γένους θηλυκού. Μάλιστα ο ίδιος την τελευταία την αποκαλεί «ξερακιανή κυρία». Όλο αυτό δημιουργεί μια σκοτεινή ατμόσφαιρα σε όλο το βιβλίο και το κάνει γοητευτικό. Περιγράφει τόσο «τη χαρμάνα» (όταν δεν έχεις τη δόση σου) όσο και τα «ταξίδια», που τον κάνουν να νιώθει παντοδύναμος. Κατά τη διάρκεια των «ταξιδιών» του, τον επισκέπτονται λογής-λογής άνθρωποι. Εκεί βλέπει -έστω και φευγαλέα- τη Βαλερί του. Κάπου εκεί τον συμπόνεσα. Ένιωσα να έχει δυνατά αισθήματα, αυτά δεν μπορεί να σου τα αφαιρέσει καμιά ουσία, γεννιέσαι αισθηματίας, δεν γίνεσαι. Ακόμα κι ένας τέτοιος άνθρωπος, που πλέον ζει στο περιθώριο, είχε γυναίκα και φίλους, που κάποτε αγαπούσε, ακόμα και σκύλο που τον περίμενε υπομονετικά να ξυπνήσει από τα «ταξίδια» του. Μοιάζει όλος του ο κόσμος να είναι η ηρωίνη και η Βάλερι. Για τον λόγο αυτό, το προσωνύμιο «Λαίδη» αποκτά διττή σημασία.
Επιτέλους, ένα ανάγνωσμα που αποδεικνύει ότι ο σκοτεινός-σκληρός κόσμος των ναρκωτικών μπορεί να είναι λογοτεχνία. Απόλαυσα κάθε του σελίδα. Νιώθω σαν να εκτίμησα τη δύναμη των λέξεων. Ο συγγραφέας ολοκληρώνει με επιτυχία το στόχο του -να δεις τον εξαρτημένο, όχι από τη σκοπιά του διεφθαρμένου ή εν δυνάμει δολοφόνου, αλλά ως ένα ηθικό κι αθεράπευτα ρομαντικό ον, όπως ο Δον Κιχώτης. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, νιώθω μια ανατριχίλα -νιώθω ότι αυτός ο νέος συγγραφέας θα πάει πάρα πολύ μπροστά...
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Ματέο Γκαρσία Ελισόντο
Μετάφραση: Αγγελική Αλεξοπούλου
Σελίδες: 192
Ημερ. έκδοσης: 27 Ιουνίου 2022
ISBN: 978-960-03-6800-0
Ο Ματέο Γκαρσία Ελισόντο γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1987. Είναι εγγονός δύο εκλιπόντων επιφανών λογοτεχνών, του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (από την πλευρά του πατέρα του) και του Σαλβαδόρ Ελισόντο (από την πλευρά της μητέρας του). Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Γουέστμινστερ. Στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Λονδίνου έκανε το μεταπτυχιακό του. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε μέσα όπως το National Geographic Traveler Mexico και το PijamaSurf. Έχει γράψει το σενάριο της ταινίας Desierto (2015), στην οποία απονεμήθηκε το Ειδικό Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Φεστιβάλ του Τορόντο, καθώς και σενάρια για μικρού μήκους ταινίες. Έχει δημοσιεύσει κείμενα μυθοπλασίας σε διάφορα έντυπα (Epoka Magazine, Revista Alba). Ως κομίστας έχει συνεργαστεί με ποικίλους αντίστοιχους εκδότες (WP Comics Ltd, Premier Comics, Swampline Comics) και περιοδικά (Entropy). Αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και απέσπασε το λογοτεχνικό Βραβείο της Πόλης της Βαρκελώνης για το έτος 2019.