---Δημοσίευση: 23/3/2022---
Περίληψη οπισθόφυλλου:
Όπως το πλοίο γέρνει όλο και περισσότερο, σπάνε και οι τελευταίες πόρτες και τα παράθυρα του σαλονιού, και η θάλασσα μπαίνει με τεράστια ορμή στο εσωτερικό. Παρασύρει με μεγάλη σφοδρότητα στο πέρασμά της ό,τι συναντάει. Όχι μόνο καθίσματα και έπιπλα, αλλά και ανθρώπους! Ανθρώπους που παλεύουν με όσο κουράγιο έχουν. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν δύναμη αρκετή, μα δεν μπορούν να τα βάλουν με την ίδια την Κόλαση.
Βλέπω κάποιους να προσπαθούν να γαντζωθούν από το πάτωμα, άλλους να πιάνουν κάτι σταθερό και να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν μέχρι την έξοδο αυτού του πηγαδιού, μα πάλι γλιστράνε και πέφτουν ξανά στα νερά. Καταχτυπιούνται με τα διάφορα έπιπλα που έχει παρασύρει η δύναμη του νερού, τραυματίζονται και τελικά είναι αδύνατον να σκαρφαλώσουν τόσο ψηλά και να διαφύγουν. Η κλίση του καραβιού και η δύναμη των χειμάρρων που έχουν δημιουργηθεί τους γυρίζει πίσω και χάνονται ένας ένας, αφήνοντας μόνο κραυγές απελπισίας και τρόμου.
Μια άνιση μάχη με τα θεριά της Κόλασης. Και στο τέλος, όταν τα κορμιά βυθίζονται, εκείνα τα χέρια τους, Χριστέ μου, εκείνα τα υψωμένα χέρια που ζητάνε βοήθεια, με ανοιχτές παλάμες, δάχτυλα τεντωμένα, κοκαλωμένα, που ψάχνουν από κάπου να πιαστούν, έστω αυτή τη στερνή ώρα, και εντέλει χάνονται για πάντα στα φονικά νερά.
H συγκλονιστική μαρτυρία του τελευταίου διασωθέντος του πλοίου «Ηράκλειον» στη Φαλκονέρα, πλαισιωμένη από τη μετέπειτα έρευνα της κόρης του.
Η άποψή μου:
«Πίσω από κάθε μεγάλη περιουσία κρύβεται ένα έγκλημα.»
---Ονόρε Ντε Μπαλζάκ, Γάλλος συγγραφέας---
«Αυτός που συγχωρεί το έγκλημα γίνεται συνένοχος.»
---Βολταίρος, Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας---
Δύο, για ετούτο το βιβλίο, τα ρητά που έγραψα. Και ειλικρινά θα μπορούσα να βάλω και να παραθέσω κι άλλα ακόμα. Η λέξη «Φαλκονέρα» έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων, χρόνους πολλούς τώρα. Κι αυτό όχι τυχαία. Η Φαλκονέρα και το ναυάγιο του πλοίου «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ», έχουν στοιχειώσει τους Έλληνες, τόσο ως λέξεις, όσο και ως αναμνήσεις. Όπως και το όνομα «Τυπάλδος», ελάχιστα θεωρήθηκε μετά το ναυάγιο ως όνομα αξιοπρεπές και τέτοιο που να του αρμόζει σεβασμός, σχεδόν από όλον τον λαό. Και για αυτό έχω και μία προσωπική κατάθεση να κάνω, αργότερα όμως. Τώρα ας πάμε στα γεγονότα.
07/12/1966 λίγες μέρες πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, το πλοίο «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» αποπλέει, με άσχημο καιρό, από το λιμάνι της Σούδας στην Κρήτη για τον Πειραιά. Οι επιβάτες άνθρωποι κυρίως των Χανίων, μικροέμποροι, μεταφορείς με τα φορτηγά τους, κρατούμενοι με την αστυνομική συνοδεία τους, μερικοί ναυτικοί του αντιτορπιλικού «ΠΑΝΘΗΡΑΣ» του Πολεμικού Ναυτικού σε υποχρεωτική άδεια, κάποιοι είπανε και για 150 Ρομά, καθώς και το πλήρωμα του πλοίου. Ήδη από τις 10 το βράδυ αρκετοί ανησύχησαν για το αξιόπλοο του πλοίου, λόγω καιρού. Κανείς τους δεν εισακούσθη. Λίγο μετά τις 02:00 το «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» βυθίζεται παρασέρνοντας μαζί του, σε βάθος 600-800 μέτρων, περίπου 247 ανθρώπους. Μόνο 47 διασώθηκαν. Ο τελευταίος που κατάφερε να ανέβει σε πλοίο, και συγκεκριμένα στο αρματαγωγό «ΣΥΡΟΣ» και να διασωθεί, ήταν ο Παναγιώτης Μπελώνης.
Ο Παναγιώτης Μπελώνης, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, έβαλε σκοπό να πει όλα τα γεγονότα που έζησε εκείνη τη ζοφερή βραδιά. Όχι όπως κάποιοι τα διηγήθηκαν χωρίς να βρίσκονται στο «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ», αλλά ως ένας από τους παθόντες του ναυαγίου. Μαζί με την κόρη του, την Πηγή Μπελώνη, καταφέρνουν να εξιστορήσουν μέσα σε αυτό το βιβλίο, όχι μόνο το τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη νύχτα στο Μυρτώο Πέλαγος, όχι μόνο το πώς κατόπιν η Κυβέρνηση και η πλοιοκτήτρια εταιρεία των αδελφών Τυπάλδων προσπάθησαν να απορροφήσουν τους κραδασμούς της τραγωδίας, πράγμα που έως ένα μεγάλο σημείο το κατάφεραν, αλλά κυρίως την προσωπική του στιγμή την ώρα που βρισκόταν εν μέσω τρικυμίας στη θάλασσα, κρατώντας μαζί με άλλους τρεις ανθρώπους ένα κομμάτι ξύλο. Και μόνο αυτή του η εξιστόρηση είναι ικανή να καταδικάσει δια παντός τους υπαίτιους του ναυαγίου. Και όχι τόσο τους φυσικούς (πλήρωμα κυρίως) καθώς ανθρώπινα κι αυτοί να μην μπορούσαν να κάνουν, υπό τον τρόμο της στιγμής, αυτά που τους όριζε ο νόμος και η ηθική. Αν και έπρεπε να είχαν ήδη «ακούσει» τα σημάδια που οδηγούσαν στο ναυάγιο, και να πράξουν τα δέοντα ως όφειλαν. Κυρίως όμως μέσω ετούτης της διήγησης θα έπρεπε να τιμωρηθούν αυτοί που επέτρεψαν σε ένα τέτοιο πλοίο να αποπλεύσει. Οι εφοπλιστές Τυπάλδοι, ουδόλως δεν πτοήθηκαν και ούτε αντιλήφθηκαν το μέγα δράμα που προκάλεσαν. Ο ένας ο Σπύρος Τυπάλδος πέθανε σε βαθιά γεράματα, αμετανόητος. Ο δε άλλος ο Χαράλαμπος, δολοφονήθηκε από την «Εταιρεία Δολοφόνων» του Χρήστου Παπαδόπουλου το 1987.
Εδώ να καταθέσω μία δική μου μαρτυρία καθώς αυτή η δολοφονία ήταν η αφορμή να μάθω την ιστορία του ναυαγίου. Όταν έγινε γνωστό ότι δολοφονήθηκε ο Χαράλαμπος Τυπάλδος και μη γνωρίζοντας εγώ την όλη ιστορία, εξέφρασα λύπη για τον άτυχο τον άνθρωπο που έχασε τη ζωή του. Τότε μου λέει ένας αξιωματικός της Αστυνομίας, «Λυπάσαι για τούτον δω; Γιατί ρε Θανάση; Ένα καθίκι ήταν που πήρε στο λαιμό του τόσο αθώο κόσμο. Αυτό που έπαθε λίγο του είναι να ξέρεις».
Το βιβλίο λοιπόν ακολουθεί κατά γράμμα όλη την ιστορία του ναυαγίου ακόμα και πριν τον απόπλου του. Δίνει στοιχεία από αρκετές σημαντικές πλευρές (για την κατάσταση του πλοίου, τις αξιολογήσεις, τις αναφορές, την προέλευσή του κλπ). Η έρευνα που έχει γίνει από τους συγγραφείς είναι ενδελεχής και ουσιαστική. Και νομίζω ότι αυτό το βιβλίο θα πρέπει να θεωρείται ως ντοκουμέντο και απόδειξη των όσων έγιναν κείνο το Δεκεμβριάτικο βράδυ του 1966. Να μείνετε στη διήγηση, του Παναγιώτη Μπελώνη. Τις ώρες του μέσα στη θάλασσα. Είναι περιγραφές συγκλονιστικές που δείχνουν θέληση ζωής και ελπίδας. Προσωπικά θέλω να ευχαριστήσω την Πηγή Μπελώνη που με τούτο το βιβλίο της κατάφερε να αναδείξει μία άλλη πλευρά των γεγονότων του ναυαγίου. Ας είναι ελαφρύ και το χώμα του πατρός της, που ηρωικώς αντιμετώπισε μία τόσο απίστευτη σε πολλούς από εμάς στιγμή της ζωής.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Παναγιώτης Μπελώνης, Πηγή Μπελώνη
Σελίδες: 368
Ημερ. έκδοσης: 2021
ISBN: 978-960-04-5158-0
Ο Παναγιώτης Αντ. Μπελώνης (1929-2009) γεννήθηκε στο Δαράτσο Χανίων στις 18 Οκτωβρίου, από μητέρα Κρητικιά και πατέρα πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία. Πέθανε στις 12 Μαΐου 2009. Η ζωή του ήταν δύσκολη και πολυτάραχη. Όταν πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού, ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς τον ανάγκασε να σταματήσει το σχολείο. Παρότι ήταν πολύ νέος, είχε έντονα πατριωτικά αισθήματα και προσπάθησε να αντισταθεί στον κατακτητή. Σε ηλικία δεκατριών ετών, προσπαθώντας να βοηθήσει μια ομάδα Νεοζηλανδών να δραπετεύσει από τις φυλακές, συνελήφθη και κρατήθηκε για δώδεκα ημέρες στα κεντρικά κρατητήρια της Γκεστάπο Χανίων. Για εκδίκηση οι Γερμανοί φυλάκισαν τη μητέρα του οκτώ ημέρες. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε το 2001, μαζί με έναν επιζώντα από την ομάδα των Νεοζηλανδών, στην 60ή επέτειο της Μάχης της Κρήτης, από την πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Έλεν Κλαρκ με το μετάλλιο βετεράνου του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Η γερμανική κατοχή στοίχειωνε τους εφιάλτες του όλη του τη ζωή. Νεαρός ακόμα ξεκίνησε να δουλεύει στα κτήματα της οικογένειάς του, αλλά, ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, γρήγορα ασχολήθηκε με το εμπόριο. Σε ηλικία τριάντα επτά ετών, τον Δεκέμβριο του 1966, ήταν επιβάτης του πλοίου «Ηράκλειον», που ναυάγησε ανοιχτά της Φαλκονέρας, και κατάφερε να διασωθεί έπειτα από δεκατρείς ώρες στη θάλασσα. Η συναισθηματική του φόρτιση από το ναυάγιο τον έκανε να επιθυμεί να γράψει ένα βιβλίο, για να μάθουν οι συγγενείς των θυμάτων την αλήθεια. Μεγάλη του αγάπη ήταν το διάβασμα. Καθημερινά ενημερωνόταν από τουλάχιστον δύο εφημερίδες και είχε διαβάσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων, με προτίμηση στα ιστορικά. Οι γνώσεις που απέκτησε από το διάβασμα σε συνδυασμό με τις δημοκρατικές του αρχές τον έκαναν στοχαστή. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Η απώλεια του γιου του έκανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαρτυρικά. Συχνά έλεγε ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχε σωθεί από το ναυάγιο, για να μη ζήσει τον χαμό του παιδιού του. Έφυγε από τη ζωή πληγωμένος το 2009.
Η Πηγή Παν. Μπελώνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1965, από μητέρα Κρητικιά και πατέρα Μικρασιάτη. Αποφοίτησε από το Α΄ Γενικό Λύκειο Χανίων. Εργάστηκε στις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειάς της, τις ανέλαβε και τις διατηρεί μέχρι σήμερα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την κεραμική και τη ζωγραφική. Δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό όργανο του επαγγελματικού κλάδου της και είναι εκλεγμένο μέλος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης. Συμμετέχει σε κοινωνικές και πολιτικές κινητοποιήσεις στην πόλη της και γενικότερα στο νησί. Αρκετά άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στις τοπικές εφημερίδες (Χανιώτικα Νέα και Κήρυξ), με θέμα το ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον», αλλά και με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Η εμπειρία του πατέρα της, που ήταν διασωθείς από το ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον», ήταν μια πρόκληση γι’ αυτή. Περισσότερο από δέκα χρόνια συνέλεγε πληροφορίες και έπαιρνε συνεντεύξεις, ώστε να καταφέρει μια κατά το δυνατόν ακριβή καταγραφή του τραγικού γεγονότος, που συγκλόνισε την ιδιαίτερη πατρίδα της. Σε αυτή την προσπάθειά της είχε την αρωγή της Περιφέρειας Κρήτης.