Περίληψη οπισθόφυλλου:
Ένας πατέρας και τα πέντε παιδιά του -τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι- μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και μητέρας τους για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, μέσα από χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, όπου η βρωμιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα.
Το έργο αυτό ο Φώκνερ το έγραψε νέος (το 1929), δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σε έξι βδομάδες. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Η άποψή μου:
(γράφει η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου)
Σκέφτηκα να κάνω μια μικρή αφιέρωση στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα Ουίλλιαμ Φώκνερ, επ’ ευκαιρία της επετείου του θανάτου του σαν σήμερα (6 Ιουλίου 1962) και να αντιγράψω ένα απόσπασμα από το «Καθώς ψυχορραγώ».
Το συγκεκριμένο βιβλίο, που διάβασα στα νιάτα μου, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι ένα κατ’ εξοχήν «δικό» του βιβλίο, αφού περικλείει τον λογοτεχνικό του κόσμο σε όλο του το μεγαλείο!
Λένε ότι ο Φώκνερ το έγραψε μέσα σε έξι εβδομάδες, ξενυχτώντας ενώ δούλευε σκληρά σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικού ρεύματος. Ο Μένης Κουμανταρέας γράφει στον μικρό του πρόλογο -απολογούμενος για την απόδοση της γλώσσας του αμερικάνικου νότου που χρησιμοποιεί ο Φώκνερ- ότι «άφησα τη γλώσσα να εξελιχτεί καταπώς θα μιλιόταν από έναν απλό μέσο άνθρωπο στις κωμοπόλεις και στα χωριά μας, χωρίς να ξεχνώ πάντα πως βασικά πρόκειται για μια οικογένεια αγροτών... Δε θέλησα να απομακρυνθώ από ένα ύφος απλοϊκό και συνάμα λόγιο, που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο του Φώκνερ, καθώς η παντρειά των δύο αυτών στοιχείων μοιάζει αμετάθετη για το κείμενο και που δίχως αυτήν το ίδιο το κείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει».
Απόσπασμα:
Όταν ήμουν μικρό παιδί πρωτόμαθα πόσο γευστικότερο γίνεται το νερό σαν έχει μείνει κομμάτι μέσα σε κουβά από κέδρο. Χλιαρό προς δροσερό, μ’ ανεπαίσθητη γεύση -ίδιο το άρωμα ζεστού αέρα τον Ιούλη μεσ’ από κέδρους. Πρέπει να μείνει έξι ώρες τουλάχιστον και να πιωθεί από φλασκί. Το νερό δεν πρέπει να πίνεται ποτέ από μέταλλο.
Κι ακόμα καλύτερα τις νύχτες. Ξάπλωνα σ’ αχυρένιο στρώμα στο διάδρομο περιμένοντάς τους ωσότου κοιμηθούν όλοι, έπειτα σηκωνόμουν και ξαναγύριζα στο μαστέλο. Μαύρος ο κάδος, το σανίδι μαύρο, η ακύμαντη επιφάνεια του νερού ένα στρογγυλό χάσμα στην ανυπαρξία, όπου προτού την αναταράξω ξυπνώντας την μες στο κανάτι μπόραγα ίσως να δω κανένα αστέρι ή δυο μές στο μαστέλο και ίσως μες στο κανάτι κανένα αστέρι ή δυο προτού το πιω. Ύστερα, έριξα μπόι, αντρώθηκα. Τότες περίμενα μέχρι να πλαγιάσουν όλοι, για να μπορώ να μένω ξαπλωμένος, με την άκρια της πουκαμίσας μου ανασηκωμένη, ακούοντάς τους βυθισμένους σε ύπνο, νιώθοντας εμένα τον ίδιο χωρίς ν’ αγγίζομαι,νιώθοντας τη δροσερή σιωπή να φυσάει πάνω στα μεριά μου και βασανίζοντας το μυαλό μου να βρω αν πέρα εκεί μες στο σκοτάδι ο Κας έκανε κι αυτός το ίδιο, κι αν είχε αρχίσει να το κάνει τα τελευταία δύο χρόνια, προτού θελήσω είτε μπορέσω να το κάνω εγώ.
Οι πατούσες του πατέρα είναι ισοπεδωμένες, τα δάχτυλα στραβά, καμπούρικα, παραμορφωμένα, χωρίς καθόλου νύχι πάνω στα μικρά του δάχτυλα, κι αυτά όλα για να εργάζεται έτσι σκληρά μέσα στην υγρασία και μέσα σε παπούτσια χειροποίητα από παιδί. Δίπλα στην καρέκλα του κάθονται οι αρβύλες του. Μοιάζουν σάμπως να τις έχουν πετσοκόψει με αμβλύ πελέκι περασμένο πρώτα απ’ τη φωτιά.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Τίτλος πρωτοτύπου: As I lay Dying
Σειρά: Κλασικοί συγγραφείς
Συγγραφέας: Ουίλλιαμ Φώκνερ
Μετάφραση: Μένης Κουμανταρέας
Σελίδες: 304 / Διαστάσεις: 14Χ20,6
Ημερ. έκδοσης: 1970
ISBN: 978-960-04-4215-1
Βιογραφικό του συγγραφέα:
O Oυίλλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε στα 1897 στην Πολιτεία Mισισίπι. O πατέρας του ήταν έμπορας, ο παππούς του τραπεζίτης, ο προπάππος του θρυλική μορφή πολέμαρχου στον Αμερικανικό Νότο. O ίδιος, μέτριος ως μαθητής, ανίκανος ως στρατιώτης, καταφέρνει στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο να γίνει πιλότος στην Καναδική Αεροπορία. Μετά τον πόλεμο φοιτά για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή κι έπειτα για αρκετά χρόνια καταπιάνεται με τα πιο ετερόκλητα επαγγέλματα. Στη Νέα Ορλεάνη θα γνωριστεί με τον συγγραφέα Σέργουντ Άντερσον, που τον παρακινεί να αποφασίσει να γράψει.
Πρώτο του μυθιστόρημα: "Η πληρωμή του στρατιώτη" (1926). Στα 1929 παντρεύεται. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, δουλεύοντας βάρδια σε σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, γράφει ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σ’ έξι βδομάδες, το "Καθώς ψυχορραγώ". Ακολουθεί το "Ιερό", το μυθιστόρημα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Κυριότερα έργα του: "H βουή και το πάθος" (1929), "Φως τον Αύγουστο" (1932), "O ακατάβλητος" (1938), "Αβεσαλώμ! Aβεσαλώμ!" (1936), "Πορεύου, Μωυσή" (1942). Στα 1949 τού απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ. Πεθαίνει στη Σαρλότβιλ της Βιρτζίνια τον Ιούλιο του 1962. Οποιεσδήποτε ανακατατάξεις και αξιολογήσεις κι αν έγιναν στο έργο του, το "Καθώς ψυχορραγώ" παραμένει ένα κείμενο αναφοράς.