ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ (1932-2016)
«Δεν υπήρξα ποτέ από εκείνους τους θεωρητικούς που λαχταρούν μια ζωή να γράψουν κάτι λογοτεχνικό. Εγώ αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ως πιο προχωρημένο από τους λογοτέχνες, επειδή ακριβώς έγραφα θεωρητικά δοκίμια. Κι όταν στα 48 μου έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, κι έπειτα τα υπόλοιπα, δεν άλλαξα. Εξακολουθώ να αισθάνομαι όπως ένας αθλητής ποδηλάτης, ο οποίος κάπου-κάπου οδηγεί αυτοκίνητο».
Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, σήμερα 19 Φεβρουαρίου 2019 προβαίνω σε ένα χορταστικό αφιέρωμα στον μεγάλο σημειολόγο, όπως χορταστικά ήταν όλα τα βιβλία που μας χάρισε. Αρχής γενομένης το 1985, όταν κυκλοφόρησε «Το όνομα του Ρόδου» στα ελληνικά, περίμενα με ανυπομονησία το επόμενο. Δεν ήταν ποτέ «απλή λογοτεχνία». Ήταν μάθημα Ιστορίας, Τέχνης, Φυσικής, Θεοσοφίας, Λαογραφίας -ήταν μια αποκάλυψη.
Πώς να μην τον λατρέψω; Πώς να μη ζηλέψω την απέραντη βιβλιοθήκη του; Πώς να μην ψάξω να μάθω κι άλλα, από όσα ανέφερε, ανέλυε και μου προξενούσε το ενδιαφέρον; Πώς να μη θεωρώ μεγάλη έλλειψη την απουσία της φθαρτής του ύπαρξης και ευλογία όσα πρόλαβε να μας κληροδοτήσει;
Θα ξεκινήσω με γενικές βιογραφικές και συγγραφικές πληροφορίες: Ο Ουμπέρτο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932, αλλά με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μετακόμισε με τη μητέρα του σ’ένα χωριό στα βόρεια της χώρας (ο πατέρας του είχε στρατευθεί). Στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών έγινε αυτόπτης μάρτυρας μαχών ανάμεσα σε παρτιζάνους και φασίστες, «ένα γουέστερν», όπως το χαρακτήρισε χρόνια μετά.
Ξεκίνησε να σπουδάσει Νομική, αλλά τον συνεπήρε η Μεσαιωνική Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, καταλήγοντας να γίνει διδάκτωρ Φιλοσοφίας το 1964. Το θέμα της διατριβής του έγινε και πρώτο του βιβλίο: «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη». Η δημοσιογραφία τον έθελγε επίσης και έγινε Διευθυντής του Πολιτιστικού Προγράμματος στο κανάλι της Ιταλικής Κρατικής Τηλεόρασης, μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσει την κοινωνία μέσα από τα ΜΜΕ -τότε ελεγχόμενα από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Το δεύτερο βιβλίο του, «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα» προανήγγειλε τα επόμενα. Η μικρή του στήλη στην εφημερίδα Verri με θέματα γλωσσολογίας και καθημερινής πραγματικότητας τον έκανε γνωστό στη μεγάλη μάζα των Ιταλών. Ήταν αυτή η στήλη που έστρεψε το ενδιαφέρον του στην σημειολογία και είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση δεκάδων δοκιμίων («Μεταξύ ψεύδους και ειρωνίας», «Κήνσορες και θεράποντες», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» κλπ). Το πλήθος και η ευρύτητα των θεμάτων του ήταν τόσο μεγάλα, ώστε τον αποκαλούσαν «παντογράφο» (tuttografo).
Το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο παίρνοντας την έδρα της Σημειολογίας στο εκεί Πολυτεχνείο. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες, τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη γλώσσα και στη λογοτεχνία. Το 1974 οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών. Η έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος το 1980 («Το όνομα του Ρόδου») τού χάρισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Άλλα γνωστά μυθιστορήματά του είναι: «Το εκκρεμές του Φουκώ» (1988), «Το νησί της προηγούμενης μέρας» (1994), «Ο Κάντ και ο Ορνιθόρυγχος»(1997), «Μπαουντολίνο» (2001), «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» (2006), «Το κοιμητήριο της Πράγας» (2010), «Το φύλλο μηδέν» (2015).
Θεωρώ ότι η ανάγνωση/μελέτη των έργων του είναι μια πραγματική πρόκληση μάθησης, σου δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς το ανάλογο μάθημα στο Πανεπιστήμιο, ενώ συγχρόνως απολαμβάνεις την τέχνη της λογοτεχνίας. Είπε -και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη- ότι: «μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ήδη ξέρεις».
Ο Έκο αναφέρει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να γράψει «Το όνομα του Ρόδου» χωρίς να έχει διαβάσει τους Λαβυρίνθους του Μπόρχες, «Το εκκρεμές του Φουκώ» χωρίς το Μπουβάρ και Πεσυκέ του Φλωμπέρ. Αναζητούσε πάντα ένα παλιότερο βιβλίο για να το ενσωματώσει σ’ένα δικό του. Ίσως γι’αυτό είναι όλα τους τόσο υπέροχα!
Ο μεγάλος στοχαστής υποστήριζε ότι «το βιβλίο ανήκει σ'εκείνα τα θαύματα της τεχνολογίας, της οποίας μέρος αποτελούν ο τροχός, το μαχαίρι, το κουτάλι, το σφυρί, το τσουκάλι, το ποδήλατο. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, αυτά δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ. Το βιβλίο είναι μια επιβεβαίωση της ζωής, μια μικρή γεύση αθανασίας -αλίμονο, προς τα πίσω».
Διαλέγω το απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Κάντ και ο ορνιθόρυγχος» που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 1999 από τον εκδοτικό οίκο Ελληνικά Γράμματα. «Ένα πολυσυζητημένο βιβλίο που έχει προδιαγράψει την πορεία του στο χώρο των φανατικών (και μη) της Σημειωτικής, πυκνό από τα νοήματα του πολυγραφόρατου φιλοσόφου και στοχαστή, όσο και την έκδηλη πρόθεσή του να συνδυάσει το εύρος και το βάθος της μελέτης του με μια διάθεση αυτοσαρκασμού και ανατρεπτικού χιούμορ, ώστε να κάνει το έργο πιο εύληπτο και πιο ευχάριστο και στον λιγότερα μυημένο αναγνώστη», σημειώνεται στο οπισθόφυλλο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Συχνά, μπροστά στο άγνωστο φαινόμενο, αντιδρούμε κατά προσέγγιση: αναζητούμε τη λεπτομέρεια του περιεχομένου, που ήδη είναι παρούσα στην εγκυκλοπαίδειά μας, που καλώς είτε κακώς φαίνεται να εξηγεί το νέο γεγονός. Ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας βρίσκουμε στον Μάρκο Πόλο, που βλέπει στην Ιάβα (τώρα το καταλαβαίνουμε εμείς) ρινόκερους. Ωστόσο, πρόκειται για ζώα που εκείνος δεν έχει ξαναδεί ποτέ του, με τη διαφορά ότι, κατ’ αναλογία προς άλλα γνωστά ζώα, διακρίνει το σώμα τους, τα τέσσερα πόδια και το κέρατο. Επειδή η κουλτούρα που είχε του παρείχε την έννοια του μονόκερου, με άλλα λόγια του τετράποδου που είχε στη μουσούδα του ένα κέρατο, χαρακτηρίζει τα ζώα εκείνα μονόκερους. Στη συνέχεια, επειδή είναι χρονικογράφος έντιμος και λεπτολόγος, σπεύδει να μας πει ότι τούτοι οι μονόκεροι είναι πολύ παράξενοι, ωστόσο, λίγο εξειδικευμένοι θα λέγαμε, δεδομένου ότι δεν είναι λευκοί και λεπτοί, αλλά έχουν «τρίχωμα βούβαλου και πόδια σαν του ελέφαντα», το κέρατό τους είναι μαύρο και άγαρμπο, η γλώσσα αγκαθωτή, το κεφάλι σαν του αγριογούρουνου: «Είναι πολύ άσχημο στην όψη τούτο το ζωντανό. Δεν είναι, όπως λέγεται στα μέρη μας, καμιά κούκλα για τη βιτρίνα, ίσα ίσα».
Ο Μάρκο Πόλο φαίνεται να παίρνει μια απόφαση: αντί να ανατμήσει το περιεχόμενο προσθέτοντας ένα νέο ζώο στο σύμπαν των ζώων, διορθώνει την ισχύουσα περιγραφή των μονόκερων που, αν βέβαια υπάρχουν, είναι όπως εκείνος τους είδε και όχι όπως διηγείται ο μύθος. Τροποποιεί την ένταση αφήνοντας σε εκκρεμότητα την έκταση. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται ότι είχε πρόθεση να κάνει στην πραγματικότητα, χωρίς πολλές ταξινομητικές ανησυχίες.
(©Δήμητρα Παπαναστασοπούλου για τα Βιβλιοσημεία)