Σήμερα, 11 Φεβρουαρίου 2019 εγκαινιάζουμε τη νέα στήλη της ιστοσελίδας Βιβλιοσημεία. Πρόκειται για μία μίνι-συνέντευξη με ΕΚΔΟΤΕΣ, που θα συζητηθεί.
Οι εκδότες στα... 10 βήματα!!!
Δέκα ερωτήσεις για λογαριασμό της σελίδας μας και δέκα απαντήσεις εκδοτών, τις οποίες όλοι θα θέλαμε να διαβάσουμε.
Ξεκινάμε με τον κ. Γιάννη Χουτόπουλο, από τις εκδόσεις Κύφαντα.
1. Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετε ποιους Έλληνες συγγραφείς θα εκδώσετε ή από ποιους ξένους θα αγοράσετε τα δικαιώματα για να εκδοθούν στην Ελλάδα;
Γ.Χ.: Οι εκδόσεις Κύφαντα είναι ένας μικρός εκδοτικός οίκος, που στόχο έχει να εκδίδει βιβλία που έχουν να προσφέρουν κάτι νέο και ενδιαφέρον στο αναγνωστικό κοινό της λογοτεχνίας, μέσα από προσεγμένες, αλλά όχι ακριβές, εκδόσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδώσουμε ένα βιβλίο είναι να αρέσει σε μένα και τους στενούς μου συνεργάτες. Κάθε χειρόγραφο που έρχεται, το διαβάζουμε τουλάχιστον τρεις και ψηφίζουμε. Έτσι έχω εκδώσει βιβλία, για τα οποία προσωπικά είχα αμφιβολίες, αλλά η πλειοψηφία έλεγε «να εκδοθεί». Δεν το μετάνιωσα! Φυσικά λαμβάνεται υπ’όψιν και η πιθανή εμπορικότητα του βιβλίου.
2. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αφθονία παραγωγής τίτλων σε κάθε σεζόν. Θεωρείτε ότι αυτό βοήθησε και εμπορικά το Βιβλίο;
Γ.Χ.: Από τα στοιχεία που υπάρχουν, βλέπουμε ότι παρά την κρίση, μετά μια αρχική πτώση της τάξης του 40% μεταξύ 2008 και 2014, οι τίτλοι που εκδίδονται, νέοι ή επανεκδόσεις, από το 2015 χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται. Αυτό μπορεί να βοηθάει τους εκδοτικούς οίκους που «δεν βάζουν όλα τα αυγά σε ένα καλάθι», έχοντας περισσότερους τίτλους με μικρότερα τιράζ, αλλά η πληθώρα βιβλίων (που φυσικά δεν μπορεί να είναι όλα αξιόλογα), ενώ μπορεί να ωφελεί εμπορικά, δεν μοιάζει να αυξάνει το πλήθος των αναγνωστών. Έπειτα, η μεγάλη αυτή παραγωγή, ιδίως τα Χριστούγεννα και πριν το καλοκαίρι οδηγεί στο να αποπροσανατολίζεται ο αναγνώστης και να «εξαφανίζονται» αξιόλογα βιβλία μέσα στην πληθώρα των νέων εκδόσεων. Αλλά αυτή είναι η αγορά!
3. Θεωρείτε ότι οι Έλληνες διαβάζουν αρκετά για να στηρίξουν όλη αυτή τη βιβλιοπαραγωγή κάθε χρόνο;
Γ.Χ.: Η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλό ποσοστό φιλαναγνωσίας. Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο διαβάζει περίπου ένα 10%, ενώ οι μισοί Έλληνες δεν διαβάζουν κανένα. Όμως, με τις Λέσχες ανάγνωσης που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια εκδοτικών οίκων, δήμων ή άλλων ομάδων, ευελπιστώ ότι θα αυξηθούν οι αναγνώστες και δη οι συστηματικοί.
4. Υπάρχει χώρος για νέους εκδότες ή έχει έρθει η ώρα των συγχωνεύσεων και των... αποχαιρετισμών;
Γ.Χ.: Υπάρχει χώρος για εκδότες που δεν έρχονται για μια αρπαχτή (ένα μπεστ σέλλερ και μετά σκουπίδια), αλλά που έχουν ένα όραμα να προσφέρουν κάτι ποιοτικό -όσο υποκειμενικό και αν είναι αυτό. Δυστυχώς, λόγω της κρίσης παλιοί εκδοτικοί οίκοι αντιμετωπίζουν προβλήματα -μακάρι να αντέξουν. Εγώ πάλι, είμαι νέος στον χώρο και ελπίζω να μην τον αποχαιρετίσω σύντομα!
5. Τελικά η επαναφορά της «ενιαίας τιμής βιβλίου» βοήθησε ή έβλαψε την αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα, δεδομένου ότι υπάρχουν φαινόμενα καταστρατήγησής της από «νέους παίκτες» ξένους προς το Βιβλίο (αλυσίδες πολυκαταστημάτων που πωλούν και βιβλία);
Γ.Χ.: Η επαναφορά της ενιαίας τιμής (όση επανήλθε τέλος πάντων, γιατί δεν περιλαμβάνονται όλα τα βιβλία σε αυτήν) βοηθάει ιδίως τους μικρούς εκδότες, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να αντέξουν στις απαιτήσεις, των αλυσίδων κυρίως, για μεγάλες εκπτώσεις. Η καταπολέμηση της καταστρατήγησης δεν έχει σχέση με το αν βοηθάει η ενιαία τιμή. Και είναι ένα θέμα που η Πολιτεία θα έπρεπε να επέμβει δραστικά και να επιβάλλει σε όλους την εφαρμογή του νόμου.
6. Ηλεκτρονικό βιβλίο: Θεωρείτε ότι τα μερίδια αγοράς του είναι ικανοποιητικά; Υπάρχει μέλλον ή δεν θα αγγίξει την Ελλάδα η εξέλιξη;
Γ.Χ.: Στην Ελλάδα η έκδοση e-books, παρά το χαμηλό κόστος παραγωγής, είναι αυτήν τη στιγμή μικρότερη του 5% σε σχέση με τα έντυπα βιβλία και με ελαφρά πτωτική τάση τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και σε ποσοστό. Το μερίδιο της αγοράς όμως, δεν ξεπερνάει το 1%. Στο όχι-τόσο-εγγύς μέλλον, πιστεύω ότι θα αλλάξουν τα πράγματα -θα διαβάζουμε περισσότερα ηλεκτρονικά βιβλία, όχι σε σχέση με τα έντυπα, αλλά σε σχέση με σήμερα. Όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις αγγίζουν και τη χώρα μας -με μια καθυστέρηση πάντα. Όμως, όταν γενικά δεν διαβάζουμε...
7. Δραστηριοποιήστε και στο χώρο του ηλεκτρονικού βιβλίου; Αν ναι, διατηρείτε ενιαία πλατφόρμα πωλήσεων και έντυπων βιβλίων ή είναι χωριστές δραστηριότητες;
Γ.Χ.: Για την ώρα όχι.
8. Η επέλαση των νέων τεχνολογιών μοιραία συμπαρέσυρε και το Βιβλίο τουλάχιστον ως προς τους τρόπους επικοινωνίας του στο αναγνωστικό κοινό. Θεωρείτε ότι σας προσφέρεται πλέον ένα νέο εργαλείο ή προτιμάτε κυρίως τους παραδοσιακούς τρόπους επαφής με τον αναγνώστη, που βέβαια κοστίζουν περισσότερο και σε κόπο και σε χρήμα;
8. Η επέλαση των νέων τεχνολογιών μοιραία συμπαρέσυρε και το Βιβλίο τουλάχιστον ως προς τους τρόπους επικοινωνίας του στο αναγνωστικό κοινό. Θεωρείτε ότι σας προσφέρεται πλέον ένα νέο εργαλείο ή προτιμάτε κυρίως τους παραδοσιακούς τρόπους επαφής με τον αναγνώστη, που βέβαια κοστίζουν περισσότερο και σε κόπο και σε χρήμα;
Γ.Χ.: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δώσει στους μικρούς εκδότες και στα μικρά βιβλιοπωλεία ένα εξαιρετικό και οικονομικό μέσο για την προώθηση των εκδόσεών τους. Με το facebook, για παράδειγμα, μπορείς να πλησιάσεις πολλούς εν δυνάμει αναγνώστες σου με μικρό κόστος και κόπο. Βλέπουμε δε, ότι ακόμα και οι μεγάλοι εκδοτικοί, που δεν φείδονται χρημάτων για έντυπη διαφήμιση ή και τηλεοπτική ακόμα, δεν απαρνούνται την ευκολία και την διεισδυτικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
9. Υπάρχουν περιπτώσεις συγγραφέων που μετανιώσατε τη μη έκδοση πονημάτων τους εσείς εξ’αρχής και τους «διεκδικήσατε» στη συνέχεια;
Γ.Χ.: Ακόμα όχι! Αλλά πάντα μπορείς να κάνεις επιλογές, που μετά θα μετανιώσεις. Θυμηθείτε πόσοι απέρριψαν τη Ρόουλινγκ και τον Χάρι Πότερ! Ε, κάποιοι θα μετάνιωσαν!
10. Έχετε κάτι να προτείνετε που θα μπορούσε να βελτιώσει κάτι από τα κακώς κείμενα ήδη από αύριο;
Γ.Χ.: Την επέκταση της ενιαίας τιμής σε όλα τα βιβλία, η οποία αν και θα βοηθούσε δεν είναι πανάκεια. Ένα δεύτερο σημείο που θα βοηθούσε, θα ήταν η ύπαρξη σαφούς κρατικής πολιτικής για το βιβλίο και η ενίσχυση των ελληνικών βιβλίων με στόχο τη διείσδυσή τους στις διεθνείς αγορές. Το πλέον, όμως, «κακώς κείμενο» είναι ο τρόπος που διδάσκεται η γλώσσα και η λογοτεχνία στα σχολεία. Τα παιδιά μαθαίνουν να μισούν τη λογοτεχνία και το διάβασμα. Δυστυχώς ακόμα και αν αύριο ένας φωτισμένος νους άλλαζε τον τρόπο διδασκαλίας, θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι οι σημερινοί μαθητές να γίνουν οι εκπαιδευτικοί που θα διδάξουν την αγάπη στο διάβασμα και τη λογοτεχνία.