Περίληψη οπισθόφυλλου:
«Ήμουν ένα απ’ αυτά τα παιδιά με το δυσοίωνο μέλλον. Παραλίγο να παρατήσω το λύκειο. Παραλίγο να παραδοθώ κι εγώ σ’ εκείνη τη βαθιά οργή και πίκρα που έχει καταλάβει τους πάντες γύρω μου. Σήμερα οι άνθρωποι με βλέπουν, με την ωραία μου δουλειά και τα λαμπερά μου πτυχία, και φαντάζονται πως είμαι κάποιου είδους ιδιοφυΐα -ότι μονάχα ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος θα μπορούσε να φτάσει εδώ που έφτασα εγώ. Με κάθε σεβασμό προς τους ανθρώπους αυτούς, πιστεύω ότι η θεωρία αυτή είναι μια βλακεία και μισή. Όποια ταλέντα και να έχω, βρέθηκα ένα μόλις βήμα πριν απ’ το γκρεμό, έως ότου μερικοί άνθρωποι μ’ έσωσαν χάρη στην αγάπη τους».
Η άποψή μου:
(γράφει ο Γαβριήλ Αλεξάνδρου)
Υπάρχουν κάποια βιβλία με ωραίες εικόνες, ενίοτε φτιασιδωμένες προς χάριν εντυπωσιασμού, λυρικά ή ευοίωνα. Βιβλία που μας ταξιδεύουν σε μέρη που πάντα θέλαμε ή ποτέ δε σκεφτήκαμε να πάμε. Βιβλία που μιλάνε για ταξίδια με ήρωες που μαγεύουν, που λατρεύουμε να μισούμε ή μισούμε να λατρεύουμε. Κι εμείς αφηνόμαστε στην πένα του συγγραφέα, εκούσια έρμαια της ιστορίας που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας νοερά και συνάμα «ζωντανά», ώστε να συγκλονιζόμαστε και να ανατριχιάζουμε με την αγωνία να φτάνει στα ύψη.
Υπάρχουν και κάποια άλλα βιβλία όμως, χωρίς ωραιοποιημένα λόγια, εικόνες μαγείας και κυρίως, χωρίς λυρισμό. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι «Το τραγούδι του Χιλμπίλη» του πρωτοεμφανιζόμενου Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς από τις εκδόσεις Δώμα.
Έχω μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη και όντας ένας Γιάνκης -δηλαδή, Βόρειος- είχα ακούσει ότι οι Χιλμπήληδες είναι οι άξεστοι χωριάτες του Νότου, λευκά σκουπίδια χωρίς μέλλον, καταδικασμένοι να ζουν στο περιθώριο, στην ύπαιθρο, μέσα σε σωρούς σκουριάς, σε παράγκες ετοιμόρροπες, σε πόλεις που πεθαίνουν, αφήνοντας με την τελευταία τους πνοή και μια λάσπη από μασημένο και φτυσμένο ταμπάκο. Κι έτσι, όντως είναι! Οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι των νεκρών πόλεων, εργάτες σε χαλυβουργικές εταιρείες και πνέουν τα λοίσθια, προσπαθώντας μόνο να επιβιώσουν με τα ελάχιστα απαραίτητα. Κάποιοι πασχίζουν να μην παραδοθούν στη μιζέρια, στην οργή, στη δυστυχία του αδιεξόδου και στον αμείλικτο κυνισμό της ζωής τους.
Οι πιο πολλοί αποτυγχάνουν οικτρά και τότε έρχεται το αλκοόλ σαν τον από μηχανής θεό τους. Κάποιοι λίγοι όμως, όπως ο ήρωας Τζέιντι Βανς, καταφέρνουν να φτύσουν κατάμουτρα την προγεγραμμένη τους ζωή και να αφήσουν πίσω τους την πίκρα της στασιμότητας και της σήψης. Όχι επειδή είναι οι τυχεροί, οι επίλεκτοι κάποιας μοίρας, αλλά ακριβώς επειδή σώζονται από την ανιδιοτελή αγάπη κάποιων δικών τους ανθρώπων. Κουβαλώντας μαζί του, πάνω του, και γύρω του τη γεύση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας, ο Τζέιντι μεγαλώνει με τον παππού του «Πάπω» και τη γιαγιά του «Μέμω». Εκείνοι τον γαλουχούν σε μια ζωή εκτίμησης προς τον συνάνθρωπο. Προς τα χλωρά και τα ξερά της οικογένειας που λίγο ή πολύ τον εγκατέλειψε γιατί είχαν κι οι ίδιοι τους δικούς τους δαίμονες να πολεμήσουν. Ποιος μπορεί άραγε να σώσει έναν άνθρωπο αν δε μπορεί να σώσει εαυτόν;
Επιλέγω ένα απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο που αντικατοπτρίζει το μέγεθος της θέλησης του ήρωα από μικρή ηλικία, όπως και την αναμέτρηση με τις δυνάμεις του: «Φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος που οι αναμνήσεις του πριν την ηλικία των έξι ή επτά χρονών είναι λίγες. Ξέρω ότι ήμουν τεσσάρων όταν ανέβηκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας στο μικρό μας διαμέρισμα, φώναξα ότι ήμουν ο Απίθανος Χαλκ και πήδηξα με το κεφάλι στον τοίχο για ν'αποδείξω ότι ήμουν πιο δυνατός από κάθε ντουβάρι. (Έκανα λάθος.)»
Ο συγγραφέας χωρίς τυμπανοκρουσίες και λιγωτική γλώσσα στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα, με λόγο που βρίθει από απλότητα και σε μια αφοπλιστική εξομολόγηση, δίνει στον αναγνώστη την ακριβέστερη εικόνα μιας κοινωνικής τάξης που μπορεί τελικά να μη διαφέρει από την ελίτ του κόσμου και κάθε κόσμου. Αυτό το βιβλίο ενώ αναφέρεται σε μια κοινωνική τάξη της Αμερικής, δεν αφορά μόνο τους κατοίκους της, αλλά όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι μια ελεγεία στη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και της αγάπης μέσα στην κρίση. Η ειλικρίνεια, η ωμότητα και η διαχρονικότητα αυτού του αφηγήματος είναι ένα ράπισμα, ένα ξύπνημα σαν το βροντερό γέλιο ενός Χιλμπίλη που δε φοβάται να δείξει το ξεδοντιασμένο στόμα του από το ταμπάκο και το αλκοόλ, όπως ακριβώς το γέλιο της ίδιας μας της ζωής, στις μέρες που διανύουμε.
Πρόκειται για ένα «ντοκιμαντέρ» για το παρελθόν, για το τώρα κι εύχομαι όχι για το αύριο του δικού μας κόσμου. Ο παρατηρητής γίνεται συμμέτοχος και μαθητής ταυτόχρονα στο σχολείο της ζωής, στη στέρηση, την αδιαφορία αλλά και τη βαθιά αγάπη κι αφοσίωση στους δικούς του ανθρώπους! Σαν επίγευση, μάς αφήνει τη συναίσθηση του θαυμασμού και της πίστης στον εαυτό μας...
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Σειρά: testimonia / 2
Τίτλος πρωτοτύπου: Hillbilly Elegy: A Memoir of a Family and Culture in Crisis
Συγγραφέας: J. D. Vance
Μετάφραση: Αριστείδης Μαλλιαρός
Σελίδες: 360
Ημερ. έκδοσης: Ιούνιος 2018
ISBN:978-618-83224-3-1
Βιογραφικό του συγγραφέα: