Περίληψη οπισθόφυλλου:
«...Δύσκολο πράμα να είσαι γυναίκα. Κι αν τα σπλάχνα σας αθέλητα καρπίσουν, μη βγάλετε άχνα σε παπά. Με την καρδιά και το μυαλό σας κουβεντιάστε το. Και μη θαρρείτε πως θα κάνετε φονικό και θα πάτε στην Κόλαση, αν κρίνετε πως άλλη λύση δεν υπάρχει. Αγγελοποιοί είμαστε να λέτε. Στέλνουμε αγγελούδια στον Παράδεισο για να μη ζήσουν στην Κόλαση αυτού του κόσμου».
Έτσι έγραφε το τεφτέρι της Παγώνας, της νεκρής μαμής του Παράδεισου, του χωριού όπου μεγάλωσε η Ανθή, η κόρη του πανούργου παπα-Δρόσου τη δεκαετία του ’60. Από αυτό το κειμήλιο και από τη Λούλα την πόρνη γύρεψε απελπισμένα βοήθεια για να σωθεί από το δίλημμα στο οποίο βρέθηκε άθελά της εγκλωβισμένη. H ηρωίδα θα βρει αναπάντεχα την άκρη στη μονή της Αγίας Λεχούσας χάρη στις γνώσεις της μοναχής Υακίνθης και στην αυτοθυσία του δάσκαλου Στρατή Κλωναρίδη. Έκτοτε μάχεται στο υπόγειο της οδού Ήρας 12 για το δικαίωμα των γυναικών να ορίζουν την καρδιά και το σώμα τους. Μόνο που ως τα στερνά της τη βασανίζει η αρχέγονη αμφιβολία αν είναι φόνισσα ή... αγγελοποιός, αν η αυτοδιάθεση και η ελευθερία είναι αμαρτία ή δικαίωμα. Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι η γυναίκα είναι το κόμμα, η τελεία και το θαυμαστικό σε κάθε νόημα της ζωής. Η γυναίκα δεν είναι απλώς το συμπλήρωμα στη ζωή του άντρα, κάτι σαν το παράρτημα σ’ ένα κείμενο. Είναι το κόμμα, η τελεία και το θαυμαστικό στη δημιουργία του Παντοδύναμου. Κι αν μπει σε λάθος θέση, χάνεται και το νόημα αυτού του κόσμου.
Η άποψή μου:
Κλειστές κοινωνίες, χωριά ξεχασμένα και ένα σκηνικό που θυμίζει Καζαντζάκη, όπου ο παπάς διαφεντεύει ως απώτερος άρχοντας κι όχι ως ταπεινός αμνός του Θεού. Μέσα στην προκατάληψη και τη δεισιδαιμονία του κόσμου γεννιέται η Ανθή, που είναι ό,τι πιο όμορφο έχει δώσει στον παπά αυτή η πλάση. Όμως, έχει την ατυχία να μεγαλώνει χωρίς μητέρα, χωρίς να λάβει αγάπη από πουθενά και έτσι γίνεται αγάπη, η ίδια. Ένα πλάσμα αιθέριο, προσωποποίηση της καλοσύνης, σεμνή, ενάρετη, μορφωμένη, έξυπνη, αισθηματίας, πονετική, γενναία, δυνατή. Όχι, δεν του άξιζε αυτουνού του παπά μια τέτοια κόρη κι έτσι, δεν μπορεί να την εκτιμήσει, όπως δεν εκτιμά και πολλά πράγματα στη ζωή του.
Η συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα δύσκολο, από αυτά που αφήνουν σημάδια και που, ακόμα και σήμερα, θεωρούνται ταμπού -όπως η αυτοδιάθεση, η σεξουαλικότητα και η επιλογή που βαραίνει μια γυναίκα, για το αν θα φέρει ένα ακόμα θύμα στον κόσμο ή όχι. Η αλήθεια είναι ότι διάβασα το βιβλίο σχεδόν όταν πρωτοβγήκε, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το κουράγιο να γράψω γι'αυτό. Τα συναισθήματά μου ήταν σαν πληγές που αιμορραγούσαν. Ένιωσα την απόγνωση, την αποστροφή, τον φόβο, το σοκ αλλά και τη δικαίωση. Χωρίς δικαίωση νομίζω πως δεν θα υπήρχε και κάθαρση.
Υπάρχει μια σκηνή που δεν θέλω να θυμάμαι, γιατί κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια, έβλεπα εικόνες, γευόμουν το αίμα κι άκουγα τους ήχους, σαν ένα κροτάλισμα που προσπαθούσε να με τρελάνει! Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα -αυτή η σκηνή, που δεν μου επιτρέπεται να πω, είχε σκαλώσει σαν κόμπος στο λαιμό μου και με έπνιγε. Είναι, βλέπετε, ελάχιστα τα βιβλία που κάνουν το στομάχι μου να σφίγγεται... Σήμερα, που κάποιες εικόνες έχουν σχεδόν σβήσει κι έχω αποστασιοποιηθεί, μπορώ να δω τα πράγματα με καθαρότητα. Πιστεύω ότι όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου έχουν τους λόγους τους να είναι όπως είναι και να κάνουν ό,τι κάνουν.
Μέσα μου τους συγχωρώ όλους, εκτός από τον παπα-Δρόσο. Είναι η χειρότερη μορφή υποκρισίας να πιάνεις στο στόμα σου το Ευαγγέλιο και να μην πράττεις το μοναδικό πράγμα που περιμένει ο Θεός από σένα: να νιώθεις, να σκορπάς και να γεύεσαι αγάπη. Αυτός ο κατ΄ευφημισμό άνθρωπος είναι ανίκανος να αγαπήσει οτιδήποτε εκτός από τη δόξα και το χρήμα. Έχει εγκλωβίσει αδερφή και θυγατέρα σε μια ζωή κόλαση. Όταν είδε πως τον συμφέρει, ανάγκασε την ίδια του την αδερφή να γίνει ηγουμένη σε μοναστήρι. Σε ένα μοναστήρι μιας Αγίας ανύπαρκτης, που πάλι τον βόλευε να δημιουργήσει. Ένιωσα ένα άσβεστο μίσος, το ίδιο μίσος που ένιωθε και ο γεωπόνος του χωριού, ο Νώντας με αριστερά φρονήματα κι εντελώς δικές του πεποιθήσεις. Ένας χαρακτήρας ιδιόρρυθμος, που τώρα που το σκέφτομαι, υπήρξε θύμα και θύτης μαζί.
Κρατάω τον όρο "αγγελοποιός". Ήταν ο πιο όμορφος χαρακτηρισμός που έχω ακούσει, γιατί είναι πραγματικά άγγελοι αυτά τα πλάσματα τα αγέννητα και καθώς διάβαζα το βιβλίο, τα ένιωσα σαν αστέρια που φωτίζουν τον ουρανό για πάντα...
Η δεύτερη φάση του βιβλίου και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα ήταν και το κομμάτι που μου άρεσε περισσότερο. Εκεί η αγωνία μου χτύπησε κόκκινο για την τύχη των ηρώων!
Όλα βασίστηκαν στο ημερολόγιο της μαμής που για μένα είναι το πλέον καθοριστικό για την τροπή της ιστορίας. Η μαμή, αρκετά μπροστά από την εποχή της, συμπονά και συμμερίζεται τη γυναίκα. Στιγματίζεται από αυτόν το ρόλο του αγγελοποιού, γιατί και η ίδια ως γυναίκα, καταλαβαίνει τη φύση και τα ψυχοσωματικά διλήμματα, σε μια κοινωνία άτεγκτη και πατριαρχική, όπως παρουσιάζεται εκείνη την εποχή -χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ για όλους αυτούς που είναι υπαίτιοι για την κατάσταση της γυναίκας, ακόμα και ως τις μέρες μας.
Παρά τη σκληρότητα του βιβλίου η οποία είναι εμφανής από την αρχή κιόλας, η συγγραφέας μοιάζει να αγκαλιάζει στοργικά την κεντρική της ηρωίδα και να της δίνει κουράγιο. Τη θαύμασα κι εγώ αυτή την κοπέλα και αγωνιούσα συνεχώς για την τύχη εκείνης αλλά και για του Στρατή, του δασκάλου που ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στη σήψη και την αδικία χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τη στενή ομήγυρη του παπα-Δρόσου.
Βέβαια, το βιβλίο δεν ήταν μόνο δράμα. Δεν θα το άντεχα αλλιώς. Υπήρχαν και στιγμές που χαμογέλασα, όπως στην σκηνή με τους φρουρούς του περάσματος, στο σημείο που φημολογείται ότι υπάρχει το φάντασμα της μαμής και είμαι σίγουρη ότι υπήρχαν κι άλλες σκηνές που με έκαναν να νιώθω χαρούμενη αλλά τις λησμόνησα, διότι νομίζω ότι σαν να είμαστε λάθος πλασμένοι εμείς οι άνθρωποι, καθώς θυμόμαστε έντονα μόνο τα άσχημα...
Τελείωσα το βιβλίο μέσα σε τρεις μέρες από την αγωνία μου και μετά από τόσο καιρό, νιώθω ακόμα να με προβληματίζει έντονα. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως τα παιδιά είναι ευλογία. Μήπως όμως είναι και κατάρα, αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να μεγαλώσουν; Κι αν ήταν όλα τόσο ρόδινα, γιατί πολλοί από εμάς έχουμε πει τη φράση: "Μάνα, γιατί με γέννησες";
Τα συμπεράσματα δικά σας. Αν το επιλέξετε, οπλιστείτε με θάρρος.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Πασχαλία Τραυλού
Σελίδες: 528
Ημερ. έκδοσης: 04/05/23
ISBN: 978-618-220-230-2
Η Πασχαλία Τραυλού σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα φύλου, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Άλλα έργα της: «Με μπαλαντέρ τη μοναξιά», «Η ματζίκα της αγάπης», «Κλειδωμένο συρτάρι», «Φτερά από μετάξι», «Έστω μια φορά», «Η γυναίκα του φάρου», «Οι εραστές της γραφής», «Γυάλινος χρόνος», τα οποία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα βιβλία της «Φιλί στα μάτια», «Το άγαλμα στη σοφίτα», μια πλήρως αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος «Τα ρόδα της σιωπής», η τριλογία «Η ελεγεία της στάχτης» («Θεοί από στάχτη», «Άνθρωποι από στάχτη» και «Άγγελοι από στάχτη»), «H γιατρίνα», «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο», «Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ» και «Η ιέρεια με το τατουάζ».