Περίληψη οπισθόφυλλου:
Κολομβία, 2009. Ο αφηγητής της ιστορίας, ο νεαρός καθηγητής της Νομικής, Αντόνιο Γιαμάρα, διαβάζει σ’ ένα περιοδικό την εξόντωση ενός ιπποπόταμου που είχε δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο του διαβόητου Πάμπλο Εσκομπάρ. Το άρθρο τον πηγαίνει πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο πόλεμος της κολομβιανής κυβέρνησης με το καρτέλ κοκαΐνης του Εσκομπάρ μαινόταν στους δρόμους, τα δάση και τον ουρανό της Κολομβίας.
Εκείνη την εποχή, ο Γιαμάρα γνωρίζεται μ’ έναν μοναχικό μπιλιαρδόρο, «πρώην πιλότο» κατά δήλωσή του, η δολοφονία του οποίου ωθεί τον αφηγητή σ’ έναν αγώνα εξιχνίασής της, αλλά και σε μια διαδικασία αναπροσδιορισμού της ίδιας της ταυτότητάς του και των σχέσεών του με τους ανθρώπους του. Οι έρευνές του θα τον οδηγήσουν ώς την τρομερή δεκαετία του 1960 που άλλαξε τον κόσμο, λίγο πριν το εμπόριο ναρκωτικών παγιδέψει μια ολόκληρη γενιά σ’ έναν ζωντανό εφιάλτη, σ’ έναν κύκλο βίας και φόβου.
Η άποψή μου:
Κάθε φορά που ακούω, βλέπω ή διαβάζω κάτι για την Κολομβία με πιάνει μια απέραντη θλίψη. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Η αφήγηση του Αντόνιο ρέει σαν τρεχούμενο νερό και σε παρασύρει σε μια θύελλα συναισθημάτων. Ποιος είναι στ'αλήθεια ο μυστηριώδης Ρικάρντο Βαλβέρδε και τι είναι αυτό που κάνει τον Αντόνιο, από τη μια να χαίρεται την παρέα του και από την άλλη να βιάζεται να φύγει, σαν να κάτι να τον απωθεί, σαν κάτι να τον προβληματίζει; Τι άλλαξε από εκείνη την αποφράδα μέρα του δυστυχήματος; Αυτό που ξέρω είναι ότι τίποτα πια δεν είναι το ίδιο, ούτε η ίδια η ζωή του ήρωα.
Από τότε ο Αντόνιο μοιάζει να φλέγεται μέσα του, είναι λεπτολόγος και αναλυτικός και κάποιες στιγμές φτάνει τα όρια του θλίψης, δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν θέλω να τον χαστουκίσω να συνέλθει. ‘Κι ήταν μοναχά ένας μεγάλος ίσκιος’ συνηθίζει να επαναλαμβάνει τα λόγια του ποιητή και κάποια άλλη στιγμή εξηγεί ‘Όποιος ακούει ποίηση, ξέρει ότι ο χρόνος τεντώνεται, διαχέεται.’ Κι από όλα αυτά που έχουν ειπωθεί, μίλια μακριά από εμένα, αυτός ο ήρωας δεν ξέρει, δεν είναι δυνατόν να ξέρει, πόσο σύμφωνη με βρίσκουν αυτά τα τελευταία του λόγια. Ίσως από όλες τις θλιβερές σκέψεις του, αυτή να είναι που χαράχθηκε έντονα στο μυαλό μου, γυαλίζει και φεύγει σαν φωτεινός σηματοδότης -πώς όχι;- αφού και η ίδια η ποίηση μπορεί να γεννηθεί μέσα στη θλίψη.
O Αντόνιο δεν μπορεί πια να διδάξει, να λειτουργήσει ως φυσιολογικός άνθρωπος, ο Ρικάρντο Βαλβέρδε τον στοιχειώνει, τον στοιχειώνει τόσο άσχημα που πρέπει να μάθει την αλήθεια με κάθε κόστος. Στην προσπάθειά του αυτή παραμερίζει ακόμα και τη σύντροφο και την κόρη του. Η σύντροφός του δεν είναι από τα μέρη του -δεν μπορεί να καταλάβει ούτε καν να αισθανθεί πώς αυτός ο γκρίζος ουρανός της πρωτεύουσας, της Μπογκοτά τρώει τα παιδιά του.
"Η Κολομβία παράγει φυγάδες" λέει σε μια στιγμή απόγνωσης ο ήρωας και τα λόγια του ποιητή Αουρέλιο Αρτούρο ακούγονται για να τον αποτελειώσουν:
«Θα σας πω πως κάποια μέρα είδα να καίγεται μέσα στη νύχτα
μια πολιτεία πυκνοκατοικημένη, φαντασμένη και τρελή
Και εγώ ατάραχος, να καταρρέει την είδα
να πέφτει, σαν κάτω από μία οπλή ένα ροδοπέταλο»
Μα η Κολομβία δεν έχει χώρο για ευαίσθητους, για τρελούς και ονειροπόλους. Έτσι ο Αντόνιο παγιδεύεται μέσα στις ίδιες του τις σκέψεις. Η εμμονή του να μάθει την αλήθεια μοιάζει παράταιρη στην εποχή του, κι όμως... Όταν γνωρίζει την εξαφανισμένη μέχρι πρότινος κόρη του Βαλβέρδε το ηθικό του αναπτερώνεται. Εκείνη μοιάζει ελεύθερη, αέρινη κατά μια έννοια συμβιβασμένη με το παρελθόν, μα αναζητά και εκείνη τις δικές τις απαντήσεις. Τι άνθρωπος ήταν ο πατέρας της; Τι συνέβη εκείνη την τελευταία του νύχτα; Ο Αντόνιο ανταποκρίνεται με έκδηλη περιέργεια, προσπαθεί να ενώσει κι εκείνος τα κομμάτια της διασκορπισμένης του ζωής. Μέσα στην έξαψή του να το πετύχει δεν διστάζει να πει ψέματα για τη δική του ζωή ή όπως λέει, προσπαθεί να διαφυλάξει τη γυναίκα και την κόρη του από αυτόν τον ανήθικο κι επικίνδυνο κόσμο. Μα μέσα του κάνει την αυτοκριτική του και μοιάζει να απολογείται.
Κι εγώ η ίδια νοιώθω ότι με παραπλάνησε. Μην ξέροντας τίποτα απολύτως για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, νόμιζα λανθασμένα ότι πρόκειται να διαβάσω κάτι για μια ανάλαφρη και μια ειλικρινή φιλία αλλά σίγουρα όλα τα σκέπασε ο βαρύς ουρανός και αυτός ο ίσκιος που επαναλαμβάνει κάθε φορά ο Αντόνιο. Μα κάθε φορά που πρόκειται να συμβεί κάτι, κάποια λέξη ή φράση σε προειδοποιεί, ωστόσο η επιτυχία του παρόντος είναι ότι ποτέ δεν είσαι αληθινά προετοιμασμένος για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Δεν είμαι εγώ όμως αυτή που θα κρίνει την λογοτεχνική αξία του παρόντος, αυτό το αφήνω σε αυτούς που είναι η δουλειά τους να το κάνουν. Εγώ ξέρω ότι άφησε στην ψυχή μου ένα δυσοίωνο αποτύπωμα. Κάτι βαρύ που ίσως ούτε τα χρόνια μπορέσουν να απαλύνουν. "Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν" δεν μπορεί να είναι ένα τίποτα, αντίθετα είναι ένας κρότος που σε ταρακουνάει συθέμελα.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Juan Gabriel Vásquez
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Σελίδες: 296
Ημερ. έκδοσης: 2014/2022
ISBN: 978-960-572-031-5
Ο Juan Gabriel Vásquez (Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973, και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων, καθώς και τέσσερις συλλογές φιλολογικών δοκιμίων. Στα ελληνικά, κυκλοφορούν, από τις εκδόσεις Ίκαρος, τα βιβλία του: Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν (2014), Οι πληροφοριοδότες (2015), Η μορφή των λειψάνων (2018), Οι υπολήψεις (2019), Τραγούδια για την πυρκαγιά (2020) και Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω (2021). Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, σημαντικότερα των οποίων είναι το Premio Alfaguara (2011), το English Pen Award (2012), το Prix Roger Caillois (2012), το Premio Von Rezzori (2013), το IMPAC Dublin Literary Award (2014), το Premio Real Academia Española (2014) και το Βραβείο Biblioteca de Narrativa Colombiana (2020). Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί σε 28 γλώσσες και σε περισσότερες από 40 χώρες. To 2016 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τη Γαλλική Δημοκρατία.