Περίληψη οπισθόφυλλου:
Σκύρος 1969: Η Αμέρσα και η Μερσίνη είναι οι μοναχοκόρες των δύο αφεντάδων του νησιού, των αδερφών Μανώλη και Ανδρέα Φέρτη. Όμορφες αλλά εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν το ίδιο όνομα, το ίδιο επώνυμο και τίποτ’ άλλο κοινό.
Την ίδια χρονιά, γιατρός στο νησί θα διοριστεί ο νεοφερμένος Στεφανής Μάχος, ενώ λίγους μήνες αργότερα ο διάσημος στο πανελλήνιο ηθοποιός Φαίδωνας Μαρκάζης θα επιλέξει τη Σκύρο για να ολοκληρώσει την περιοδεία του. Ένα ατύχημα κι ένας ξαφνικός, περίεργος θάνατος θα αλλάξουν τη ρότα των δύο γυναικών, πλέκοντας ένα γαϊτανάκι ανατροπών που θα τις εμποδίσει να δουν την πραγματικότητα. Μετά τον μυστηριώδη θάνατο, κανενός η ζωή δε θα είναι πια η ίδια...
Το «Κέντημα του Όρκου» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή σχέδια της σκυριανής κεντητικής, το οποίο οι γυναίκες ορκίζονται πως θα κεντήσουν μόνο μία φορά στη ζωή τους, λόγω της δυσκολίας του.
«Γιατί και η ίδια η ζωή τι νομίζεις πώς είναι; Ένα κέντημα. Δύσκολο και απαιτητικό, που με τις κλωστές του μπερδεύει όνειρα, προσδοκίες, αξιώσεις. Κι άλλοτε τις κουβαριάζει δημιουργώντας κόμπους κι άλλοτε τις απλώνει φτιάχνοντας θάλασσες».
Ένα μυθιστόρημα αδιάκοπου μυστηρίου και ανατροπών στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘70, που συνυφαίνει τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα πάθη και σε κάνει να αναρωτιέσαι... Αυτό που βλέπεις είναι αληθινό;
Η άποψή μου:
(γράφει η Χρύσα Παναγοπούλου)
Θα μπορούσα να παρομοιάσω το κέντημα του όρκου με ένα αριστουργηματικό γλυπτό, που σμιλεύεται βήμα-βήμα μπροστά στα μάτια μας. Ή όπως λέει κι ο τίτλος με ένα περίτεχνο κέντημα με βελονάκι που το σχέδιό του αποκαλύπτεται σιγά-σιγά και έχει πάνω του διάφορα χρώματα. Γιατί δεν υπάρχει μόνο το άσπρο ή μαύρο υπάρχει και το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, το πράσινο της ζήλιας και το κόκκινο του πάθους.
Η πλοκή ξεκινάει με δυο βασικές ηρωίδες, δύο κοπέλες καλοαναθρεμμένες, δυο αδελφών παιδιά. Την Αμέρσα την γνωρίζουμε στην παραλία και από την πρώτη σελίδα κιόλας του βιβλίου, μάς εντυπωσιάζει: εκρηκτική, παθιασμένη, γεμάτη ζωή αντιδραστική, σαν τα κόκκινα μαλλιά της. Πραγματικά πρέπει να μελετήσεις όλο το βιβλίο λέξη προς λέξη για να καταλάβεις τι είναι αυτό που κάνει την Αμέρσα τόσο μοναδική! Γιατί δεν σαγηνεύει μόνο τους γύρω της αλλά και τον αναγνώστη, που στην κυριολεξία κρέμεται από τα χείλη της. Η Μερσίνη αντίθετα είναι μια απλή μαυρομάλλα κοπέλα, που πέρα από την καλή της ανατροφή δεν έχει τίποτα να δείξει, συγκαταβατική και υπάκουη σε μια μητέρα, που συνεχώς την καταπιέζει με τις παραξενιές της και έναν πατέρα μονίμως απών για δουλειές. Έχει κι αυτή όμως μεγάλα όνειρα, να φύγει από αυτό το νησί, να γνωρίσει τον κόσμο. Δεν την αντιπαθείς αλλά δεν είναι και ο άνθρωπος που θέλεις να έχεις συνεχώς στο πλάι σου. Πότε εκδηλωτική, πότε απόμακρη και θλιμμένη, ίσως είναι αυτή η αστάθεια του χαρακτήρα της, που σε απομακρύνει.
Καθώς προχωράει το βιβλίο, γνωρίζουμε καλύτερα τις δυο οικογένειες και τον τρόπο σκέψης τους. Τρόπος που αντικατοπτρίζει τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας στη δεκαετία του '70. Η μητέρα της Μερσίνης, η Φρόσω, είναι μια γυναίκα αυταρχική, που συνεχώς νουθετεί αλλά και μειώνει την κόρη της και η Μερσίνη νιώθει τελείως απροστάτευτη απέναντι στις ιδιορρυθμίες αυτής της γυναίκας. Αντίθετα η Αμέρσα βρίσκει καταφύγιο και υποστήριξη στην αγκαλιά του πατέρα της, που πάντα έχει κάτι καλό να πει για την κόρη του και έτσι δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στη γυναίκα του να εκφράσει την γνώμη της. Αν διαφωνήσει σε κάτι με τη μάνα της, γίνεται πιο δυνατή και με αμείωτη αυτοπεποίθηση! «Μακάρι να είχα τον δικό σου πατέρα.» της εξομολογείται η Μερσίνη κι αυτό γιατί δεν έχει καμιά στήριξη από τον βιολογικό της πατέρα. Και την πιάνει το παράπονο.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τη ζωή των δυο νεαρών γυναικών που είναι αχώριστες, αλλά μέρα με τη μέρα μπαίνει ένα χάσμα ανάμεσά τους και αυτό δημιουργείται από την ακτινοβολία της Αμέρσα σε σύγκριση με την ξαδέρφη της. Η δεύτερη αρχίζει να νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα ζήλιας, την εποχή που παρουσιάζεται ένας γιατρός στο νησί και γίνεται το μήλον της έριδος μεταξύ τους. Η Αμέρσα δείχνει κατανόηση και συμπόνια μπροστά στην ξαφνική και αλλόκοτη αλλαγή της ξαδέρφης και παιδικής της φίλης και η Μερσίνη φαίνεται να συνετίζεται και η ζωή τους να συνεχίζεται όπως παλιά. Στο ήρεμο σκηνικό όμως, κάτι έχει ήδη αλλάξει κι ο αναγνώστης νιώθει μια συνεχή αγωνία. Μια αγωνία που αποδίδεται σωστά με τη φράση «Κάτι δεν πάει καλά» κι η αγωνία αυτή σε κάνει να θες να συνεχίσεις το βιβλίο και να μην το παρατήσεις ούτε στιγμή. Ανάμεσα στις δύο κοπέλες βρίσκεται και μια άλλη κοινή φίλη, η Φαλταϊνα, η οποία έπαψε πλέον να κάνει όνειρα για να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, μετά από ένα ατύχημα με άλογο.
Η γραφή του βιβλίου είναι τόσο ζωντανή και εντυπωσιακή, που οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη μπροστά μας, σαν τρεχούμενο νερό. Μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες περίπου που κράτησε η ανάγνωση του βιβλίου, δεν κουνήθηκα καθόλου από τη θέση μου, μόνο όταν το τελείωσα κατάλαβα πόσο πολύ διψούσα. Έχει αρκετά χρόνια να μου συμβεί ένα βιβλίο! Να με συνεπάρει τόσο που να μην κάνω ούτε ένα διάλειμμα, όσο ενδιαφέρον και να έχει.
"Το κέντημα του όρκου" με καθήλωσε γι’ αυτό παίρνω και εγώ όρκο σιωπής να μην αποκαλύψω οτιδήποτε άλλο για πρόσωπα και χαρακτήρες γιατί θέλω να το διαβάσετε όπως εγώ, εντελώς ανύποπτοι.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Σίσσυ Θεοφανοπούλου
Σελίδες: 384
Ημερ. έκδοσης: Μάιος 2017
ISBN: 978-960-14-3155-0
Βιογραφικό της συγγραφέως:
Η Σίσσυ Θεοφανοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Από μικρή της άρεσε να γράφει... σημειώσεις, μαθήματα, λέξεις και στιγμές ζωής. Σπούδασε με υποτροφία αριστείας Marketing & Επικοινωνία, ενώ διαθέτει επίσης Μεταπτυχιακό στο ίδιο αντικείμενο. Εργάζεται στον τομέα του Μarketing σε πολυεθνική εταιρεία και είναι κειμενογράφος γνωστών τηλεοπτικών διαφημίσεων. Είναι η συγγραφέας του μυθιστορήματος "Αν ήμουν τραγούδι" και των παιδικών βιβλίων "Ιιίου & Κρόκο" και "Πιρουνάκης & Κουταλίτσα - Ανακαλύπτουμε τα Λαχανικά". Από τις εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της "Γυναίκες θάλασσες". Είναι παντρεμένη και ζει στην Αθήνα με τον σύζυγό της. Επικοινωνήστε μαζί της στο e-mail της και στο Facebook.