Περίληψη οπισθόφυλλου:
Ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Διακρίνουμε στο βάθος της έρημης γης μια παράξενη σιλουέτα με δύο κεφάλια και οκτώ μέλη. [...] Είναι δύο διαφορετικά σώματα. Το ένα πάνω στ’άλλο. [...] Αυτός που χρησιμεύει εδώ ως υποζύγιο έχει την κοψιά αγοριού δεκατεσσάρων ετών. Στεγνού και σκληρού. [...] Είναι το παιδί που κουβαλάει τη μητέρα.
Η ιστορία του αγοριού ξεκινά με τον 20ό αιώνα. Βουβό εκ γενετής, το παρακολουθούμε χωρίς ποτέ να το ακούμε και χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε τ’ όνομά του ή τ’ όνομα της μητέρας του -για πατέρα ούτε λόγος. Ένας μικρός που ζει σε πρωτόγονη κατάσταση και έρχεται για πρώτη φορά σ’επαφή με τον έξω κόσμο στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Παρθένος από κάθε είδους ‘‘εξανθρωπισμό’’, μοιάζει λευκό χαρτί που αρχίζει να γράφεται αργά, ακολουθώντας το ρυθμό των γνωριμιών του με τους άλλους ανθρώπους, μέσα σε μια κοινωνία για την οποία κανείς δεν τον προετοίμασε. Το αγόρι, μέσα στις 570 σελίδες του, περιγράφει έναν κόσμο σε πλήρη ανατροπή, όπως ήταν το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα, αφήνοντας τον αναγνώστη εμβρόντητο. Ιστορική νωπογραφία, θυελλώδες ερωτικό πάθος, πορεία μύησης, αλλά και ένα αμείλικτο κατηγορώ κατά του σφαγιαστικού πολέμου ο οποίος θανατώνει ανθρώπους που αγνοούν ως και το λόγο για τον οποίο μάχονται. [...] Ο Μαλτ είναι ένας εκπληκτικός συγγραφέας που ξέρει να περνά με χαρακτηριστική ευκολία από την ποίηση στο νουάρ και από το μυθιστόρημα στο ιστορικό έπος, ξαφνιάζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη του.
-Libération-
Η άποψή μου:
(γράφει η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου)
Η καταιγιστική γραφή του Μάρκους Μαλτ κόβει την ανάσα, σ’ αφήνει εμβρόντητο. Η μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου πιάνει τις μαγικές της κλωστές και μας τη μεταδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μικρά κεφάλαια, όμοια με βόμβες που σκάνε στο κεφάλι μας, θρυαλίδες σκέψεων με ασύλληπτη δύναμη, μάς κατακεραυνώνουν. Απουσία διαλόγων ως επί το πλείστον -πώς να κάνεις διάλογο με έναν βουβό ήρωα;- και ο κόσμος της σιωπής του αποκαλύπτεται από τον ταλαντούχο Μάρκους Μαλτ με πρωτοφανή δύναμη και διαύγεια.
Ο αναγνώστης δεν έχει ανάγκη ν’ ακούσει ανθρώπινους ήχους. Μαγεμένος, αφουγκράζεται τη φύση και τη σιωπή του λόγου του συγγραφέα, μένοντας μόνιμα άναυδος, ανίκανος ν’ αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του.
Η επαναλαμβανόμενη παράθεση ιστορικών -και όχι μόνον- γεγονότων από όλη τη γη σε συγκεκριμένες χρονιές, ηχούν παράξενα σαν εξωτερικές παρεμβολές στη ζωή του πρωταγωνιστή, ήχοι που πέφτουν στο κενό και χάνουν τη σημασία τους.
Εκτενείς, σκληρές και βίαιες, γεμάτες θάνατο σελίδες καλύπτουν με μοναδικό τρόπο τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια των Γάλλων -όπου και ο ήρωάς μας, με μια πένθιμη εκτενή αναφορά-μνημόσυνο σε νεκρούς- και τον καταδικάζουν. Ποίηση, ρεαλισμός, κυνισμός, έρωτας, μουσική, ρέουσα γραφή, εναλλάσσονται, ξαφνιάζουν και γοητεύουν, ως τον «πυροβολισμό» του τέλους.
"Θάλαττα, θάλαττα!", είχαν κραυγάσει οι αρχαίοι Έλληνες όταν την αντίκρισαν. Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής μας την αντικρίζει για πρώτη φορά, τού είναι άγνωστη και, το κυριότερο, όποια συναισθήματα γεννιούνται δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν δυνατά, με λόγια. Γιατί τα λόγια είναι άγνωστα και γιατί νομίζει ότι βλέπει θάλασσα, ενώ στην πραγματικότητα βλέπει μια λιμνοθάλασσα.
Αυτές τις σκέψεις έκανα, διαβάζοντας το παρακάτω κομμάτι που παραθέτω.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Και σε λίγο την ακούει. Να βρυχάται σιγανά καθώς εκείνος πλησιάζει. Κι ύστερα, όταν τη βλέπει, να καταλαμβάνει όλο του το οπτικό πεδίο, απλωμένη με όλη της τη μάζα, με όλη της την υπερβολή, μέχρι τα σύνορα του γνωστού κόσμου. Η επιφάνειά της αυλακώνεται και κυματίζει, σε κάποια σημεία ανατριχιάζει. Μαύρη σαν μελάνι,αλλά γυαλίζοντας ανεξήγητα κάτω απ’ τον ασέλληνο ουρανό.
Αυτή τη φορά, το αγόρι δε φοβάται. Αυτό που αισθάνεται είναι χαρά και ανακούφιση. Σταματάει σ’ έναν μικρό αμμόλοφο, φουσκώνει τα πνευμόνια του και τεντώνει το χέρι προς τον ορίζοντα. Για να δείξει ή για να προσφέρει.
Θάλασσα.
Η γυναίκα στην πλάτη του δε σηκώνει το κεφάλι. Δεν ανοίγει τα μάτια. Μένει βουβή.
Το αγόρι είναι τόσο ικανοποιημένο, ώστε δεν έχει αντιληφθεί ότι η ανάσα στο λαιμό του σταμάτησε. Λίγα λεπτά, λίγα βήματα νωρίτερα. Η καρδιά της γυναίκας έπαψε να χτυπάει. Δε θα ξαναχτυπήσει.
Η μάνα του είναι νεκρή, αυτό είν’ όλο. Τούτη την ώρα, εκείνη κι εκείνος δε βρίσκονται πια στην ίδια όχθη.
Το αγόρι δεν το ξέρει ακόμα.
Με κίνηση καμήλας, λυγίζει το ένα του γόνατο και κάθεται μαλακά. Λύνει το λουρί γύρω απ’ τη μέση του, περνάει πάνω απ’ το κεφάλι του αυτό που έζωνε το στήθος του. Μόλις λυθεί, το φορτίο του γέρνει προς τα πίσω και πέφτει χωρίς καμιά αντίσταση. Το αγόρι ξαφνιάζεται. Γυρίζει. Μένει για λίγο στα τέσσερα, κοιτάζοντας το άψυχο σώμα. Απ’ τη γυναίκα διακρίνεται μόνο η χλωμή κηλίδα του προσώπου. Μια παλιά σελίδα περγαμηνής όπου είναι γραμμένοι οι πόνοι και τα βάσανα της ζωής της. Για όποιον ξέρει να διαβάζει.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Μαλτ Μάρκους
Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου
Σελίδες: 576
Ημερ. έκδοσης: 14/12/2018
ISBN: 978-960-8397-99-6
«Γεννήθηκα το 1967 στη Seyne-sur-Mer κι εκεί έμεινα. Μπρος στη θάλασσα. Έκανα σπουδές κινηματογράφου, αλλά δεν πήγε καλά. Έκανα λίγο τον μουσικό, αλλά δεν πήγε καλά. Σήμερα, προσπαθώ να γράψω ιστορίες. Θα δείξει».