Περίληψη οπισθόφυλλου:
Το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Αργεντινή, στο Μπουένος Άιρες. Είμαστε στον Αύγουστο του 1987. Είναι χειμώνας. Οι εποχές δεν είναι οι ίδιες παντού. Οι άνθρωποι είναι.
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Τίτλος πρωτοτύπου: Le confident
Συγγραφέας: Hélène Grémillon
Μετάφραση: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη
Σελίδες: 343
Ημερ. έκδοσης: Ιανουάριος 2015
ISBN: 978-960-6893-27-8
Η άποψή μου:
(γράφει η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου)
Ένα ακόμη δυνατό ψυχογραφικό, αστυνομικό μυθιστόρημα μάς παραδίδει η Ελέν Γκρεμιγιόν, τη συνέχεια του «Η εξομολόγηση».
Η γραφή της ιδιαίτερη, μένει σταθερά κι επίμονα πάνω στους πρωταγωνιστές της, τους αναλύει προσεκτικά και με λεπτομέρειες, τους καθιστά ανθρώπους με σάρκα και οστά που περπατούν δίπλα σου, μαντεύεις τις επόμενες κινήσεις τους.
Οι συνήθειές τους εμφανίζονται σταδιακά, με δυνατές ανατροπές που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι και τις τελευταίες σελίδες. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με ευφυή τρόπο, κάθε άλλο παρά συνηθισμένο και, κάθε φορά ανακαλύπτεις μια διαφορετική χροιά, μια διαφορετική πλευρά, άλλοτε σπουδαία, άλλοτε όχι -ωστόσο, ποτέ δεν γνωρίζεις πόση, δεν μπορείς να αξιολογήσεις τις πληροφορίες που επιλέγει η συγγραφέας να σου δώσει, ψάχνεις ακόμη και για το νόημα του τίτλου...
Μια ιστορία αγάπης κρυμμένη πίσω απ’όλα, πίσω κι από τα αίσχη της χούντας της Αργεντινής, που άφησαν τα σημάδια και τις πληγές τους σε κάποιους από τους ήρωες. Ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων ανοίγει σαν εκατόφυλλο τριαντάφυλλο μπροστά στον αναγνώστη: αγάπη, εκδίκηση, ζήλια, δειλία, αδιαφορία, διπροσωπία, μυστικά.
Ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, μια κοινότυπη ιστορία η οποία μεταμορφώνεται σε αριστούργημα, χάρη στην πένα της Ελέν Γκρεμιγιόν! Σας το προτείνω!!!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Και μ’άφησαν να φύγω. Να γυρίσω στο σπίτι μου. Πίστεψα ότι η Μελίνα θα ήταν ακόμη εκεί. Ευχόμουν μ’όλη μου την ψυχή να μου είχαν πει ψέμματα, μια άθλια πλάκα που τους την είχαν σφυρίξει οι ψυχαναλυτές. Προσευχόμουν, ορκιζόμουν ότι δεν θα γκρινιάζω ποτέ πια για τίποτα, ότι δεν θα νιώθω ποτέ πια βαριεστημένος, κουρασμένος, ότι δεν θα ξεχνάω ποτέ πια να λέω στη Μελίνα πόσο την αγαπώ. Αλλά όταν μπήκα στο σπίτι, ένιωσα ότι εδώ και βδομάδες δεν ζούσε κανείς εκεί πέρα. Η εξαφάνιση του Έρωτα μέσω του Χώρου. Είναι κάτι που το αισθάνεσαι. Άμεσα. Κεραυνοβόλα. Το φαγητό παρατημένο στο τραπέζι της κουζίνας. Την είχαν φαίνεται αιφνιδιάσει την ώρα που δειπνούσε. Κοιτάζοντας το στρώμα της μούχλας ν’ανακατεύεται με τις ντομάτες, ήξερα ότι η Μελίνα ήταν νεκρή. Και τότε κατέρρευσα, όπως δεν είχα ποτέ καταρρεύσει στη φυλακή. Όλα ήταν σίγουρα μελετημένα, οργανωμένα απ’ τους ψυχαναλυτές τους. Είχαν καταλάβει ότι αυτό θα ήταν το χειρότερο για μένα. Να χάσω τη γυναίκα μου. Βλέπεις, Βιττόριο, στο είχα υποσχεθεί, λιγότερο από μία ώρα, δεν είναι απίστευτο; Η επιτομή των έντεκα εκείνων μηνών κρατάει λιγότερο από μία ώρα. Ό,τι και να λέμε, οι λέξεις όλα τα συρρικνώνουν, ο λόγος, όσο κι αν προσπαθεί να είναι ακριβής, ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδόσει τη διαστολή του χρόνου, η εκφορά του έπρεπε να ποικίλλει σαν μετρονόμος για να σεβαστεί τον χωροχρόνο μιας πράξης. Το μόνο καλό με τον λόγο είναι ότι απελευθερώνει τη φωνή, κατά τα άλλα δεν είναι αξιόπιστος.