Περίληψη οπισθόφυλλου:
Πατέρας, γυιός, ήμαστε μόνοι στην πέτρινη γωνιά μας. Οι διαβάτες περνούσαν χωρίς να μας βλέπουν. Κανείς δεν νοιαζόταν για δυο ανθρώπινα ερείπια. Ένα νέο ακόμα, ένα ήδη γερασμένο. Χελιδόνια πετούσαν ψηλά στον ουρανό. Κάπου μακριά, μια κόρνα. Κοίταξα τον πατέρα μου. Δεν γεύτηκα την ήττα του. Είχαμε νικηθεί και οι δυο. Εκείνος που μου είπε ψέματα, εγώ που τον είχα βασανίσει.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα μιλούσε. Ποτέ δεν θα μου έλεγε την αλήθεια. Αν γνώριζα τα πάντα γι’ αυτόν, τα ήξερα από τις αναφορές της αστυνομίας. Μια χούφτα χαρτιά με σφραγίδες. Αλλά εγώ ήθελα τη φωνή του. Λόγια συγγνώμης, για να απαλύνω τη δυστυχία του και να γιατρέψω τη δική μου. Ονειρευόμουν μια μπίρα, με τα ποτήρια μας να τσουγκρίζουν...
Η τραυματική σχέση ενός γυιού με τον πατέρα του και η αναζήτηση μιας αλήθειας που στο τέλος κανείς δεν θέλει να αντιμετωπίσει.
Η άποψή μου:
Ο Σορζ Σαλαντόν μάς προσφέρει μια ιστορία που αγγίζει λίγο-πολύ όλα τα ευαίσθητα σημεία του αναγνώστη. Πώς μπορεί κάποιος να μη νιώσει αγωνία μπροστά στην προσπάθεια του γιου να φέρει στο φως τα μυστικά που κρύβει ο πατέρας του από μικρό παιδί; Να μην εξοργιστεί στην αποκάλυψη της αλήθειας; Να μη συγκλονιστεί στην περιγραφή των ναζιστικών θηριωδιών; Να μην ανατριχιάσει από τις αληθινές μαρτυρίες στη δίκη ενός εγκληματία πολέμου;
Ο αφηγητής-δημοσιογράφος καταθέτει την προσωπική του εμπειρία από δύο δίκες: εκείνη του «Χασάπη της Λιόν», Κλάους Μπάρμπι, που συγκέντρωσε το τεράστιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και μία ακόμα, τελείως προσωπική, με τον πατέρα του να βρίσκεται στο εικονικό εδώλιο, κατηγορούμενος για ασύστολα ψεύδη, για παραχάραξη της παιδικής του ηλικίας, για το γεγονός ότι βρέθηκε στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.
Η ιστορία ξεκινά από την επίσκεψη στο μαρτυρικό Ιζιέ, στο σπίτι όπου είχαν βρει προστασία δεκάδες ανήλικα παιδιά, μέχρι που ο Μπάρμπι, τον Απρίλη του 1944, διέταξε την απομάκρυνσή τους από τη γαλλική κωμόπολη με προορισμό το Άουσβιτς. Τα 44 δολοφονημένα παιδιά ήταν μόνο ένα κομμάτι του κατηγορητηρίου που βάρυνε τον Γερμανό, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για 373 δολοφονίες.
Παράλληλα με τα εγκλήματα του ναζιστή αξιωματούχου, παρακολουθούμε τα πραγματικά γεγονότα στη ζωή του πατέρα του αφηγητή που καθόρισαν τη σχέση των δυο τους, μια σχέση τοξική, βασισμένη στο ψέμα. Ο συγγραφέας είναι αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος στην προσπάθειά του να μάθει ποιος πραγματικά ήταν ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε και του συστήθηκε ως ήρωας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απορρίπτει σταδιακά τα μυθεύματα που του παρουσιάστηκαν ως γεγονότα, ξεδιπλώνει μέσω της έρευνας τα διαφορετικά πρόσωπα του πατέρα του και δε λιποψυχά κι ας ξέρει πως η αλήθεια θα πονέσει: από γιος ήρωα, καταλήγει γιος προδότη.
Ο Σαλαντόν μεταφέρει τον πόνο του για την προδοσία του πατέρα του, για τις χαμένες του ψευδαισθήσεις, αλλά και τη λαχτάρα του για συμφιλίωση και αποδοχή της αλήθειας, ακόμα και οδυνηρής, αρκεί επιτέλους να ειπωθεί. Το βιβλίο αποτελεί μια κραυγή κατά της αδικίας, αυτής με θύματα τους αδύναμους ενός φρικτού πολέμου, αλλά και εκείνης απέναντι σε ένα γιο που παλεύει με την ιδέα μιας κάλπικης παιδικής ηλικίας.
«Δεν είχε πληρώσει και τον κάκιζα γι' αυτό. Και το να πληρώσει, δεν ήταν να μπει φυλακή, αλλά να υποχρεωθεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Και να μου πει την αλήθεια. Εμφανίστηκε ενώπιον των δικαστών, όχι ενώπιον του γυιού του. Μπροστά σ' εκείνους, καταφέρθηκε ενάντια στην αδικία. Μπροστά μου, μακιγιάρισε την πραγματικότητα. Σαν να μην είχε καταλάβει τίποτα, σαν να μη μετάνιωσε ποτέ».
Στοιχεία βιβλίου:
Ιστοσελίδα: Πατήστε εδώ
Συγγραφέας: Σορζ Σαλαντόν
Σελίδες: 336
Ημερ. έκδοσης: Αύγουστος 2024
ISBN: 978-960-643-127-2
Βιογραφικό του συγγραφέα:
Ασχολήθηκε με το μεγάλο ρεπορτάζ, πήρε το βραβείο Albert-Londres (1988) και είναι συγγραφέας οκτώ μυθιστορημάτων: Le Petit Bonzi (2005), Une promesse (2006, βραβείο Medicis), Mon traître (2008), La Légende de nos pères (2009), Retour à Killybegs (2011, Μέγα βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας), Le Quatrième Mur (2013, βραβείο Γκονκούρ), Profession du père (2015), Le Jour d’ avant (2017).